1. Λίγα λόγια για τον γλύπτη
Στο Κοργιαλένειο Μουσείο είναι λιγοστά τα έργα γλυπτικής, μαρμαρογλυπτικής και γενικά λιθοξοΐας. Το σημαντικότερο όλων είναι μια προτομή, έργο του Κεφαλονίτη γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου (Βουνί Κατωγής 1863- Αθήνα 1940). Ήταν γιος του κτηματία Αθανασίου Μπονάνου και της Μαρίας , κόρης του ιερέα Γεωργίου Χωραφά-Ρακαντζή, εφημερίου της Παναγίας Ρακαντζή στο Αργοστόλι. Σπούδασε Γλυπτική στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα με καθηγητή τον Λεωνίδα Δρόση, ενώ βοηθούσε στο εργαστήριό του τον Δημήτριο Φιλιππότη. Κοντά στον Φιλιππότη έμαθε άριστα την επεξεργασία του μαρμάρου και αναδείχθηκε και ο ίδιος σε «μαρμαροφάγο». Συνέχισε τριετείς σπουδές τελειοποιήσεως στο Reggio Istituto di Belle Arti στη Ρώμη, άνοιξε εργαστήριο και συμμετείχε στην καλλιτεχνική ζωή της Ιταλίας. Το 1888, μετά από πενταετή παραμονή στη Ρώμη, επέστρεψε στην Αθήνα, άνοιξε εργαστήριο και γρήγορα αναγνωρίστηκε η αξία του. Έχει φιλοτεχνήσει ανδριάντες (περισσότερους από κάθε άλλο συνάδελφό του), προτομές, στήλες, ταφικά και αναθηματικά μνημεία, ηρώα, εκκλησιαστικά έργα, ελεύθερες συνθέσεις και το πρόπλασμα για Πανελλήνιο Ηρώο για το Εικοσιένα , το οποίο δεν ανεγέρθηκε ποτέ . Έχει φιλοτεχνήσει επίσης πολλά αντίγραφα αρχαίων ελληνικών έργων , τα οποία πωλούσε σε τουρίστες, με τη βοήθεια ενός πρωτοπόρου του ελληνικού τουρισμού κατά τον Μεσοπόλεμο, του Μιχαήλ Γκιόλμα από τα Μιχαλιτσάτα, και σήμερα είναι διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο. Με βάση τις σπουδές του στην Αθήνα και στη Ρώμη, σε συνδυασμό με τα εθνικιστικά κηρύγματα που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα, έγινε κήρυκας μιας εθνικής νεοελληνικής τέχνης.
Ακολουθούσε τον Κλασικισμό και όλη του τη ζωή διακήρυσσε την πίστη του στην αρχαία ελληνική τέχνη:
Πιστεύω εις μίαν τέχνην ελληνικήν
Γεννηθείσαν εκ του έθνους του Ελληνικού
Και πάλιν ερχομένην δια του έθνους του Ελληνικού.
Το 1911 διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών, αλλά παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως και αφοσιώθηκε στο εργαστήριό του. Μόνο για την Κεφαλονιά φιλοτέχνησε τουλάχιστον 31 έργα και αρκετά για Κεφαλονίτες της Αθήνας. Με το έργο του αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες γλύπτες. Σε ορισμένα έργα του προχωρεί σε παραχωρήσεις προς τον Ρεαλισμό. Γι’ αυτό μαζί με τους γλύπτες Δημήτριο Φιλιππότη και Ιωάννη Βιτσ(ζ)άρη κατατάσσεται στους μεταβατικούς καλλιτέχνες, οι οποίοι οδήγησαν τη νεοελληνική γλυπτική από τον Κλασικισμό στον Ρεαλισμό. Με την παραλλαγή της υπογραφής του ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝ ΕΠΟΙΕΙ έκανε γνωστή την πατρίδα του σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η γενέτειρά του τι έκανε γι’ αυτόν;
2. Το έργο
Γεώργιος Μπονάνος, Προτομή Ελένης Τρέκκα, λίγο μετά το 1908, λευκό μάρμαρο, ύψος 80 εκ., Αστική Συλλογή, δωρεά Μαρίας Κουλουμπή 1980, Μ.Β. 2135.1980.
Πάνω σε τριμερή σύμφυτη βάση,εδράζεται η προτομή ώριμης γυναίκας, της Ελένης Τρέκκα. Αυτή παριστάνεται σχεδόν μέχρι κάτω από το στήθος με το άνω μέρος των χεριών, κατ’ ενώπιον, με ελαφρά στροφή του κεφαλιού προς τα δεξιά ως προς τον θεατή. Φορεί κομψό φόρεμα, από τους ώμους της κρέμεται ατόφια γούνα και από τον λαιμό ακριβό κόσμημα. Έχει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά: πλατιά μύτη, λεπτά σφιγμένα χείλη, μεγάλα κενά μάτια, τριγωνικό πηγούνι, πλούσια μαλλιά, δεμένα σε κότσο, με χωρίστρα στη μέση, μια κρεατοελιά στο δεξιό της μήλο, χαλαρή σάρκα. Στη δεξιά πλευρά του στηρίγματος της προτομής είναι χαραγμένη η υπογραφή του καλλιτέχνη: Γ. ΜΠΟΝΑΝΟΣ / ΕΠΟΙΕΙ. Στην μπροστινή πλευρά της βάσης η επιγραφή: ΕΛΕΝΗ ΤΡΕΚΚΑ.
Ο Γεώργιος Μπονάνος κατόρθωσε να ισορροπήσει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μορφής που την καθιστούν αναγνωρίσιμη με γνωρίσματα του χαρακτήρα της και να την παρουσιάσει ως μια αγέρωχη και δυναμική γυναίκα. Στην ανάδειξη του ύφους της εικονιζομένης συμβάλλει η επιμελής επεξεργασία της ενδυμασίας, η οποία αποτελεί και αφορμή για πλαστική εκμετάλλευση με τη δημιουργία διαφόρων γλυπτικών επιπέδων. Στην περίπτωση της Ελένης Τρέκκα την προσοχή του θεατή τραβάει ισότιμα και η ενδυμασία και το πρόσωπο. Και αυτό είναι ένα στοιχείο που συνηγορεί στην πρώιμη χρονολόγηση της προτομής. Γενικά ο γλύπτης επιτυγχάνει να συνδυάσει την αξιοπρόσεκτη ενδυμασία με το αγέρωχο στήσιμο του κορμού και τα έντονα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά για να αποδώσει την προσωπικότητα της εικονιζομένης. Ο Γεώργιος Μπονάνος είχε φιλοτεχνήσει πάνω από διακόσιες προτομές και είχε αναγνωριστεί ως προσωπογράφος της αστικής τάξης. Με την ενδιάθετη τάση του προς τον ρεαλισμό κατόρθωνε να εμψυχώνει τις κατά τα άλλα ψυχρές κλασικιστικές προτομές. Η αίσθηση των αναλογιών και του χώρου έχουν ως αποτέλεσμα να στήνει απεικονίσεις της ανθρώπινης μορφής με απόλυτη φυσικότητα.
Ελένη Τρέκκα, γόνος παλιάς ληξουριώτικης οικογένειας, είχε παραγγείλει στον Μπονάνο πολυτελές οικογενειακό μνημείο (1905), στο οποίο ετάφησαν οι λόγιοι αδελφοί της, Μαρίνος, ο οποίος ήταν δικηγόρος , και Νικόλαος, ο οποίος ήταν γιατρός, ενώ και οι δύο ήταν μέλη του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός’, στον οποίο κληροδότησαν και την περιουσία τους. Στον ίδιο τάφο αναπαύθηκε και η ίδια, η οποία πέθανε τη δεκαετία του 1920. Τα κενά μάτια της μορφής δείχνουν ότι πρόκειται για ταφική προτομή, η οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία της απογόνου της Μαρίας Κουλουμπή, προοριζόταν να στηθεί στο οικογενειακό μνημείο στο Ληξούρι, δίπλα στις προτομές των αδελφών της. Για άγνωστο λόγο δεν στήθηκε και έτσι διασώθηκε από τους σεισμούς του 1953, οι οποίοι μετέτρεψαν το μοναδικό μνημείο σε σωρό ερειπίων. Ήταν ένας ναΐσκος δωρικός εν παραστάσει, ο οποίος πίσω από τους κίονες έφερε ανάγλυφη πλάκα με την παράσταση του Χριστού αίροντος τον Σταυρό. Αξίζει ν α σημειωθεί, ότι την προτομή της παράγγειλε η ίδια η Ελένη, σύμφωνα με συνήθεια του δεκάτου ενάτου αιώνα να φροντίζουν για το ταφικό τους μνημείο ενόσω ζούσαν. Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που κάποιοι έβλεπαν τις προτομές τους πάνω σε οικογενειακά ταφικά μνημεία αρκετά χρόνια πριν οι ίδιοι πεθάνουν, ιδιαίτερα οι γυναίκες στους τάφους των συζύγων τους.
Πηγή-Βιβλιογραφία: 1. Αρχείο Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου. 2. Θεοδώρα Φ. Μαρκάτου, Ο γλύπτης Γεώργιος Μπονάνος 1863-1940). Η ζωή και το έργο του, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1992, τόμος Α’ σσ. 186-189 διάσπαρτα, 233-234, 270. 3. Ηλίας Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμος Α’, Αθήναι 1904, σσ.