Eφυγε ο Μάκης Τζιλιάνος, ο άνθρωπος της ποίησης και της δράσης, ο άνθρωπος της ανοιχτής αγκαλιάς και προσφοράς, ο άνθρωπος της ορθής σκέψης αλλά και της νοσταλγίας.
Ο Μάκης Τζιλιάνος ήταν παιδί της μετανάστευσης. Γεννημένος στα Λουκάτα της Πυλάρου και μεγαλωμένος στο Αργοστόλι, δεν ολοκλήρωσε τις ανώτατες σπουδές του στην Αθήνα, γιατί έφυγε μετανάστης το 1960 στην Αφρική και το 1967 στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσε και εργαζόταν μέχρι τελευταία αλλά και όπου ανέπτυσσε πλούσια κοινωνική και πνευματική δραστηριότητα.
Από την εφηβική του ηλικία επιδιδόταν στην έκδοση περιοδικών: τα «Θιακά Χρονικά» στο Αργοστόλι, το «Σταυρό του Νότου» στο Γιοχάνσμπουργκ, τη «Νέα Εσπερία» στη Νέα Υόρκη. Και τούτο γιατί από την εφηβική του ηλικίαήταν ερωτευμένος με την ποίηση και γενικότερα με τη λογοτεχνία. Έγραφε ο ίδιος ποιήματα, αλλά και ενδιαφερόταν γιατην ανάδειξη άλλων ομοτέχνων του, ιδιαίτερα μεταναστών.
Έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα τέσσερα ποιητικά του βιβλία: Πρώτες Αναζητήσεις, (1958),Εμπειρίες (1975), Άνισες Φωνές (1979) και Αλλοιώσχημα – 100 σονέττα(2010), και δύο θεατρικά: Έξοδος στο πλήθος (1998) και Ο καλόγερος και ο καθρέφτης (2001), ενώ δεκάδες άλλα ποιήματά του είναι δημοσιευμένα σε περιοδικά ή παραμένουν αδημοσίευτα, όπως κι ένα θεατρικό του. Παιδί της μετανάστευσης ο Μάκης Τζιλιάνος, σε πολλά ποιήματά του αναφέρεται στους καημούς, τις νοσταλγίες και τις αγωνίες των μεταναστών – και όχι μόνο των Ελλήνων μεταναστών. Αλλά και για τα καθημερινά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου έχει γράψει – την εργασία, τη φτώχεια, την καταπίεση, τις διακρίσεις – ενώ έντονοι ήταν οι προβληματισμοί του για τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα – τη ζωή, την ελευθερία, την πίστη.
Έφυγε ο Μάκης Τζιλιάνος, ο πολύξερος και πολύτροπος τούτης της ζωής. Έφυγε, αλλά μας αφήνει τη δυνατή του θέληση και το πείσμα του, την ανεπιτήδευτη αγάπη του σε κάθε τι απλό και αληθινό, το συνεχές ενδιαφέρον του για την Πύλαρο και το νησί του, για τους ανθρώπους του μόχθου και τους εργάτες της τέχνης.
Κι εμείς αποχαιρετάμε τον ποιητή-μετανάστη με ένα δικό του ποίημα-χαστούκι στην πατρίδα-Ελλάδα, που δεν μπόρεσε να κρατήσει κοντά της – όπως γίνεται και σήμερα – τα παιδιά της και τα τιμώρησε με την «αειφυγία», την παντοτινή εξορία, χωρίς να έχουν διαπράξει το παραμικρό παράπτωμα…
Αειφυγία
Χωρίς αδίκημα κι επιβολή κάποιας ποινής
στη Νέα Υόρκη ζω σ’ οδυνηρή αειφυγία!
Η ανυδρία του τόπου μου μ’ έσπρωξε σ’ εξορία
χωρίς ασέβεια ή επιβουλή άλλης ζωής.
Σ’ εύθαλη δουλοκράτεια, κατοικώ μιας γης
τ’ ανέλεο σύνδρομο κερδώου θεού στη φιλαυτία.
Πάντοτε ξένος μ’ οδηγίες ξύπνιας αρπαγής,
στ’ άρθρα συντάγματοςκοσμώ απρόσωπη σοφία!
Απάτριδη μένει η ψυχή σε κόσμο μετανάστη…
Εκούσια, μια Πηνελόπη έχει παντρευτεί
κι έντονα η σάρκα της φέρνει του ξένου το παρόν!
Στο παρελθόν, εγκλωβισμένη η μνήμη ψευτοζεί:
στα κάγκελα σιωπής ο νόστος κάνει το δυνάστη…
Θα υπάρξει μια δικαίωση όταν με βρουν νεκρόν;