Η Αδελφότητα Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά, με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τον θάνατο τον γλύπτη Γεράσιμου Σκλάβού, σας καλεί στο αφιέρωμα «Ο γλύπτης Γεράσιμος Σκλάβος (1927-1967): Μια πρωτότυπη αισθητική προσφορά στην παγκόσμια γλυπτική», το Σάββατο 10 Μαρτίου 2018, στις 7 μ.μ., στο Πολιτιστικό Κέντρο της Αδελφότητας, στον 1ο όροφο.
Ομιλήτρια: Δώρα Μαρκάτου, ιστορικός της τέχνης, τ. αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Μετά τη λήξη της εκδήλωσης Θα προσφερθεί κέρασμα. Πολιτιστικό Κέντρο Αδελφότητας, Γρηγορίου Λαμπράκη 144, 18535 Πειραιάς, 1ος Όροφος, τηλ. 2104227418.
n Λίγα λόγια για τη ζωή του γλύπτη Γεράσιμου Σκλάβου (Κεφαλονιά 1927-Παρίσι 1967)
«Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) στην Αθήνα, με καθηγητή τον Μιχάλη Τόμπρο (πτυχίο 1956). Από το 1957 συνέχισε στο Παρίσι με καθηγητές κυρίως τον Μαρσέλ Ζιμόντ στη Σχολή των Ωραίων Τεχνών ( Beaux Arts) και στη Σχολή Γκράντ Σωμιέρ κοντά στον Όσσιπ Ζάτκιν, από τον οποίο κυρίως επηρεάστηκε. Μετά τις τριετείς σπουδές του παρέμεινε εργαζόμενος στο Παρίσι, όπου αναγνωρίστηκε αμέσως. Ο θάνατος τον βρήκε τη νύχτα της 28ης προς την 29η Ιανουαρίου 1967 στο εργαστήριό του, όπου καταπλακώθηκε από το γλυπτό του, “Η φίλη που δεν έμενε”.
Στην Α.Σ.Κ.Τ., αν και ήταν μαθητής του Τόμπρου, ο οποίος εισήγαγε τη μοντέρνα γλυπτική στην Ελλάδα, ο Σκλάβος έμεινε πιστός στην παραστατική γλυπτική. Πριν φύγει, όμως, για το Παρίσι, στράφηκε προς την αφαίρεση, αποκαλύπτοντας έναν ανήσυχο δημιουργό, ο οποίος ενώ σεβόταν την παράδοση έστρεφε το βλέμμα και προς τη σύγχρονή του τέχνη. Στο Παρίσι, αρχικά συνέχισε την παραστατική τέχνη, ενώ σιγά-σιγά απογύμνωνε τις μορφές από τα εξωτερικά γνωρίσματά τους και το 1959 φιλοτέχνησε το πρώτο αφηρημένο έργο του. Από το 1960 λάξευε αποκλειστικά σκληρές πέτρες: χαλαζία, γρανίτη, πορφυρίτη. Η ίδια χρονιά ήταν σημαδιακή για τον ίδιο και την παγκόσμια γλυπτική: Για την αποτελεσματικότερη επεξεργασία των σκληρών υλικών, εφηύρε την “τηλεγλυπτική”. Από μια απλή συσκευή και μέσω σωλήνων, διοχέτευε φλόγα οξυγόνου και ασετυλίνης σε μικρή απόσταση από την επιφάνειά τους, ώστε κατόρθωνε να τα επεξεργάζεται χωρίς να τα τραυματίζει. Το 1960, επίσης, γνώρισε τον Κριστιαν Ζερβό, τον Κεφαλονίτη που διαφέντευε τα καλλιτεχνικά πράγματα στο Παρίσι. Σημαντικό έτος για την καθιέρωσή του ήταν και το 1961, όταν απέσπασε δύο βραβεία για το έργο του “Ψυχή”, ενώ το 1961 η Υβόννη Ζερβού του οργάνωσε ατομική έκθεση στην γκαλερί της και απέσπασε τις καλύτερες δυνατές κριτικές. Η φήμη του εκτοξεύτηκε στα ύψη, στο εξής εξέθετε δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της τέχνης, άρχισε να παίρνει παραγγελίες από Ευρώπη και Αμερική και ο ίδιος να ζει το όνειρό του, να κατακτήσει τοφως και το άπειρο. Τότε ο Αντρέ Μαλρώ τον χαρακτήρισε ως τον μεγαλύτερο ζώντα γλύπτη του εικοστού αιώνα, μετά τον θάνατο του Τζακομέττι.
Στο εξής προσχωρεί αποκλειστικά στην αφαίρεση, “από εσωτερική ανάγκη […] να φθάσει στον ιδεατόν και ψυχικόν κόσμον”, όπως ομολογεί ο ίδιος. Στα έργα του, αποτέλεσμα πειραματισμού και έρευνας, εκφράζει ιδέες και γι’ αυτό αυτά δεν έχουν αναγνωρίσιμα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Με την τηλεγλυπτική φωτίζει το εσωτερικό ύλης, κονιορτοποιώντας το εσωτερικότων σκληρών υλικών, χωρίς να τα πληγώνει, και επιτυγχάνει μια θαυμάσια υφή. Κατευθύνοντας ο ίδιος το φλόγιστρο, ελέγχει τη διάσπαση της ύλης, αξιοποιεί το παιγνίδισμα φωτός και σκιάς και οργανώνει συναρπαστικά,αρχιτεκτονικά, γεωμετρικά πλέγματα. Αποκορύφωμα των ερευνών του για το φως είναι το έργο “Δελφικό Φως” (1965-66) που θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας γλυπτικής στον εικοστό αιώνα. Ο Σκλάβος άφησε ως κληρονομιά εκατοντάδες μικρά και μεγάλα γλυπτά, τρεις χιλιάδες σχέδια, μετάλλια και πολλά ζωγραφικά, τα περισσότερα από τα οποία περιμένουν μια γενναιόδωρη χειρονομία,να στεγαστούν σε ένα Μουσείο Γεράσιμου Σκλάβου στην Κεφαλονιά ή στην Αθήνα».