Το ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. Κεφαλληνίας συνεχίζει το αφιέρωμα στην βία των ανηλίκων εξετάζοντας στο παρόν άρθρο τον ρόλο της αποσιώπησης και υπογραμμίζοντας τον ρόλο της εμπιστοσύνης.
Η βία μεταξύ των παιδιών δεν είναι σίγουρα ένα καινούριο φαινόμενο. Είναι όμως κάτι που πλέον έχει μπει στην ζωή μας δυναμικά και απασχολεί τόσο τους γονείς όσο και τα σχολεία. Πως είναι δυνατόν ένα παιδί να ασκεί βία σε ένα άλλο παιδί σε μία τόσο τρυφερή ηλικία; Φαίνεται πως κάποιος θα μπορούσε να απαριθμήσει πολλούς λόγους για τις αιτίες του φαινομένου. Πολλές ώρες εργασίας των γονιών με αποτέλεσμα λιγότερο ποσοτικό και ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά. Αυξημένες σχολικές απαιτήσεις που μειώνουν σημαντικά τον χρόνο για ελεύθερο παιχνίδι. Πολλές ώρες σε οθόνες χωρίς πάντα γονεϊκό έλεγχο του περιεχομένου στο οποίο εκτίθενται τα παιδιά. Στην πραγματικότητα φαίνεται πως το θέμα της βίας στα παιδιά είναι πολυπαραγοντικό και δεν ευθύνεται μόνο ένα γεγονός. Είναι ένας φαύλος κύκλος όπου η μία αιτία φέρνει ως αποτέλεσμα την άλλη με αποδέκτη πάντα το παιδί. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι πως οι ρυθμοί της ζωής καλπάζουν, το ίδιο και τα έξοδα, και έτσι οι γονείς απουσιάζουν πολλές ώρες και τα παιδιά είναι κατά κάποιον τρόπο πλέον “στον αυτόματο“. Σε έναν τέτοιο τρελό καθημερινό ρυθμό το μόνο ίσως “όπλο” των γονιών φαίνεται να είναι η εγρήγορση τους για οποιαδήποτε ανησυχητική συμπεριφορά παρατηρήσουν στο παιδί τους, αλλά και το σταδιακό χτίσιμο εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη σε οποιαδήποτε μορφή σχέσης, και δεν είναι δεδομένη ούτε στην σχέση γονέα-παιδιού.
Κατά καιρούς διάφοροι διανοητές έχουν διατυπώσει την άποψη πως στην ανθρώπινη φύση υπάρχει μία αντίφαση, κατά την οποία ο άνθρωπος τείνει να λαχταρά τη ζωή ενώ συγχρόνως μία άλλη “σκοτεινή δύναμη” τον έλκει προς την καταστροφή. Η καταστροφή αυτή παίρνει την μορφή του αρνητισμού αλλά και της επιθετικότητας. Αντιθέτως, η λαχτάρα για ζωή εκφράζεται με χαρά, αγάπη και ενσυναίσθηση για τους γύρω μας και κατά συνέπεια μετριάζει την τάση για επιθετικότητα. Προς τα πού όμως γέρνει η ζυγαριά για τον καθένα μας; Καταλυτικό ρόλο φαίνεται να παίζει η γονεϊκή φροντίδα, στοργή και αγάπη που γεμίζουν τις συναισθηματικές αποθήκες του παιδιού σε βαθμό τέτοιο που η μόνη επιλογή είναι να μοιράσει αυτά τα συναισθήματα και στους γύρω του. Φτάνει άραγε όμως μόνο η αγάπη; και πως ορίζει ο καθένας την αγάπη; Μάλλον ο γνωστός στίχος “all you need is love ” χρειάζεται αναδιατύπωση.
Το θέμα της βίας μεταξύ παιδιών παρουσιάζεται περίπλοκο. Τόσο για το ερώτημα πώς γίνεται ένα παιδί να εκφράζει τόση επιθετικότητα απέναντι σε ένα άλλο παιδί, όσο και για την σιωπή που σχετίζεται με το γεγονός. Σιωπή των παιδιών εκείνων που γνωρίζουν τι συμβαίνει αλλά συχνά και σιωπή του θύματος για αναζήτηση βοήθειας. Ας δούμε αυτές τις δυο σιωπές ξεχωριστά.
Το φαινόμενο του “αμέτοχου παρατηρητή” δεν είναι κάτι καινούριο. Αναφέρεται στην αποστασιοποίηση του “ακροατηρίου” σε μία κατάσταση ανάγκης με την παρουσία πολλών ατόμων. Με απλά λόγια, η πιθανότητα να επέμβει κάποιος σε μία κατάσταση ανάγκης φαίνεται να μειώνεται δραστικά όσο αυξάνεται το μέγεθος του πλήθους που παρακολουθεί. Η “ηθική ευθύνη” της παρέμβασης φαίνεται να μοιράζεται μεταξύ των παρευρισκομένων και έτσι κανένας δεν επεμβαίνει. Το ίδιο έχει παρατηρηθεί και στη βία μεταξύ παιδιών, ενώ η σιωπή αυτή ή ακόμα και η υποστηρικτική στάση απέναντι στον θύτη πιθανόν να δίνουν την αίσθηση εξουσίας και ικανοποίησης σε εκείνον να συνεχίσει. Ο ρόλος μας είναι να ενισχύσουμε τα παιδιά να μιλάνε. Μόνο με την ενεργό συμμετοχή αποδυναμώνεται η “δύναμη” του θύτη, ενώ ταυτόχρονα προστατεύουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό από πιθανή μελλοντική στοχοποίηση. Ας δούμε όμως και την άλλη όψη της σιωπής.
Γιατί τα παιδιά-δέκτες τέτοιων καταστάσεων συχνά δεν τα εκμυστηρεύονται το τι τους συμβαίνει στους γονείς τους, στους φίλους τους, στους αγαπημένους τους; Γιατί επιλέγουν την σιωπή; Οι αιτίες φαίνεται να είναι πολλές, όπως και τα χαρακτηριστικά των παιδιών που συχνά γίνονται θύματα. Κοινό στοιχείο όμως πολλών περιπτώσεων είναι πως τα παιδιά-θύματα χαρακτηρίζονται από χαμηλή αυτοεκτίμηση. Τι άραγε κάνει ένα παιδί να έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση σε βαθμό τέτοιο ώστε να σιωπά στη βία και στην επιθετικότητα που δέχεται, ώστε να προτιμά να ζει συχνά σε μια “κόλαση” παρά να μιλήσει; Η γονεϊκή αγάπη δεν αρκεί σε αυτή την περίπτωση; Και πάλι τίθεται το ερώτημα “τι είναι αγάπη“; Όταν η αγάπη προσφέρεται χωρίς αποδοχή, χωρίς χτίσιμο εμπιστοσύνης, χωρίς έκθεση σε πρωτοβουλίες και ανάληψη ευθυνών, τότε ίσως και να μην φτάνει. Πώς μπορούμε ως γονείς να έχουμε την απαίτηση το έφηβο παιδί μας να μιλήσει για την πιθανή βία που βιώνει, όταν η σχέση εμπιστοσύνης δεν χτίστηκε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια; Η εμπιστοσύνη είναι κάτι που καλλιεργείται, θέλει χρόνο και κυρίως πρέπει να δοκιμαστεί μέσα από διάφορες καταστάσεις. Στη βρεφική ηλικία το μωρό μαθαίνει να μας εμπιστεύεται μέσα από την ασφάλεια που νιώθει δια της ανταπόκρισης μας στις ανάγκες του (π.χ. παιχνίδι, φαγητό, άλλαγμα) που εκφράζονται μέσα από το κλάμα. Αργότερα, στην παιδική ηλικία οι ευκαιρίες για χτίσιμο εμπιστοσύνης είναι περισσότερες. Για παράδειγμα, μπορούμε να συζητάμε μαζί του για τα ενδιαφέροντά του, να ζητάμε τη γνώμη του, να μοιραζόμαστε και εμείς δικές μας εμπειρίες από την καθημερινότητα μας, όπως μία δυσκολία μας στην δουλειά ή τη γνώμη του για κάτι που θα θέλαμε να αγοράσουμε. Να το αφήνουμε να αποφασίζει το ίδιο για τον ελεύθερο χρόνο του μέσα από συγκεκριμένες επιλογές. Με αυτό τον τρόπο ενισχύουμε τη λήψη αποφάσεων, αλλά του επιτρέπουμε και να διαπιστώσει τις συνέπειες των επιλογών του. Σημαντικό είναι να σεβόμαστε τον προσωπικό του χώρο, να χτυπάμε την πόρτα για να μπούμε στο δωμάτιο του, αλλά και να σεβόμαστε την απροθυμία του να μην μοιραστεί ορισμένα πράγματα μαζί μας. Το χτίσιμο εμπιστοσύνης σε αυτό το αναπτυξιακό στάδιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι προκαθορίζει το βαθμό εμπιστοσύνης στο επόμενο κρίσιμο αναπτυξιακό στάδιο, αυτό της εφηβείας. Εδώ, η εμπιστοσύνη θα πρέπει να φανεί στην στάση μας προς τις παρέες του, τις μελλοντικές του επιλογές, την αποφυγή σύγκρισης με άλλους εφήβους, αλλά και δια της αποφυγής αρνητικών κριτικών για τις συντροφικές επιλογές του. Αν ο έφηβος δεν νιώσει αποδοχή, τότε μάλλον θα την αναζητήσει αλλού με άγνωστες συνέπειες των επιλογών του. Ωστόσο, η μη γονεϊκή αποδοχή θα έχει ήδη βλάψει την αυτοεικόνα και την αυτοεκτίμηση του, καθιστώντας τον ευάλωτο σε πλήθος κινδύνων, μεταξύ των οποίων και η επιθετικότητα από άλλους. Ας θωρακίσουμε λοιπόν τα παιδιά όμως όσο μπορούμε καλύτερα. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αυτόματα όταν παρουσιαστεί το πρόβλημα. Το χτίσιμο της ψυχικής ανθεκτικότητας, της δυνατής προσωπικότητας, των παιδιών εκείνων που ξέρουν να διεκδικούν, να θέτουν όρια και να λένε όχι, είναι κάτι που ξεκινάει μαζί με τα πρώτα βήματα του παιδιού. Όσο πιο βαθιά θεμέλια θέσουμε στο οικοδόμημα της προσωπικότητας του παιδιού, τόσο η βία δε θα βρίσκει ανταπόκριση.
*Ψυχολόγος ΚΕΔΑΣΥ Κεφαλληνίας
Νοέμβριος 2024