«Θα επικρεμάσω πέλεκυν επί της κεφαλής πάντων, τον οποίον θα αφήσω να πέση επί της κεφαλής, θα σπάση και το κεφάλι και αυτόν ακόμη […] Επειδή δε εγώ δεν προτίθεμαι να ανεχθώ να τουφεκίσουν κανέναν από πίσω ο οιοσδήποτε, κάθε ένας ο οποίος δεν κάθεται καλά, έστω και αν μου κοστίζη ως κράτος ακριβά, θα τον θέτω υπό περιορισμόν. Και αυτούς θα τους κρατήσω υπό περιορισμόν […] Δεν θα τους αφήσω να γίνουν θηρία κάτω από τα κομμουνιστικά κελεύσματα. Διότι εάν γίνουν θηρία και απολυθούν από το κλουβί, θα υποχρεωθώ να τους τουφεκάω όπως τουφεκάει η αστυνομία το λιοντάρι που φεύγει από τον κλωβόν του ζωολογικού κήπου και απειλεί την ζωήν των πολιτών. Προκειμένου λοιπόν να τους τουφεκάω και να έχω αίματα εις την άσφαλτον, δεν θα τους αφήσω, έστω και αν προσβάλλεται ο προηγμένος ανθρωπισμός ορισμένων…»
Γ. Παπαδοπουλος
Ι.
Αυτά μοιάζουν λόγια κάποιου παρανοϊκού που διέφυγε από το ψυχιατρείο. Και όμως είναι λόγια ενός ανθρώπου που κυβέρνησε την χώρα επί επτά ολόκληρα χρόνια σαν πρωθυπουργός και σαν αντιβασιλεύς και σαν πρόεδρος της Απριλιανής βέβαια… Δημοκρατίας… Αλλά γιατί αυτή η Τερατογένεση που κόστισε τόσο πόνο και τόσα δεινά στον τόπο μας και καταρράκωσε την αξιοπρέπεια του λαού μας;
Πρωταρχικός και βασικός σκοπός του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου ήταν η ματαίωση της διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών, που είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαΐου 1967, ώστε να μην μπορέσει να αποφασίσει ο Λαός για το μέλλον του, με την κυβέρνηση που θα εξέλεγε, και να προωθήσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τις πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις του – καθώς μάλιστα, ύστερα από την κρίση των Ιουλιανών του 1965, είχαν επέλθει σημαντικές πολιτικές διαφοροποιήσεις και μία σαφής ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών. Η ανάσχεση των πολιτικών εξελίξεων έγινε διττώς: αφ’ ενός μεν με την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, την θέση σε ισχύ του στρατιωτικού νόμου και την συναφή αναστολή των κυριότερων ατομικών ελευθεριών (με αποτέλεσμα την ευχέρεια των αστυνομικών και των στρατιωτικών αρχών να ενεργούν συλλήψεις και φυλακίσεις χωρίς δικαστικό ένταλμα και να προβαίνουν σε εκτοπίσεις όσων θεωρούν υπόπτους ή επικινδύνους για την ασφάλεια του καθεστώτος, να απαγορεύουν τις οποιεσδήποτε συναθροίσεις και τις ενώσεις προσώπων σε σωματεία και οργανώσεις, να παραβιάζουν το άσυλο της κατοικίας, να απαγορεύουν την προφορική, έγγραφη ή διά του Τύπου έκφραση γνώμης, επιβάλλοντας λογοκρισία, να παρακολουθούν και ελέγχουν την αλληλογραφία και τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, να παραπέμπουν σε στρατοδικεία τους παραβάτες των διαταγών τους), αφ’ ετέρου δε με την κατάργηση των αντιπροσωπευτικών και κοινοβουλευτικών διαδικασιών τις οποίες προέβλεπε το Σύνταγμα. Έτσι, ελλείψει εκλογών η Βουλή δεν μπορούσε να λειτουργήσει, απαγορεύθηκε δε και η λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Με αυτά τα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα φίμωσαν και ακινητοποίησαν τον Ελληνικό Λαό, τον έβαλαν και τον κράτησαν «στον γύψο», όπως παραστατικά και κυνικά τόνισε ο αρχηγός του πραξικοπήματος Παπαδόπουλος, λίγες ημέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας. (Βλ. Αριστόβουλος Μάνεσης, «Ο εύκολος βιασμός της νομιμότητας και η δύσκολη νομιμοποίηση της βίας», Η Δικτατορία 1967-1974, Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, εκδ. Καστανιώτη, 1999, σ. 39).
Βέβαια, η στρατοκρατική δικτατορία σε καμία φάση της δεν κατόρθωσε να αποκτήσει το παραμικρό λαϊκό έρεισμα, έστω και αν επωφελήθηκε από την εξαναγκασμένη παθητική απέναντί της στάση της μεγάλης λαϊκής μάζας, της οποίας πάντως η άρνηση συνεργασίας με τη χούντα ήταν μεν βουβή αλλά διάχυτη, όπως διάχυτη ήταν και η λαϊκή δυσαρέσκεια και δυσφορία. Αξίζει να θυμηθούμε πώς ο Γ. Παπανδρέου διασκεύασε το χουντικό σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» σε: «Ελλάς Ελλήνων ορθοδόξων Χριστιανών καθολικώς διαμαρτυρομένων». Και όμως το δικτατορικό καθεστώς βρήκε συνεργάτες ανθρώπους –και τούτο είναι χαρακτηριστικό και αποδεδειγμένο– μειωμένου ήθους ή μειωμένης νοημοσύνης ή και τα δύο. Αυτοί λοιπόν οι συνεργάτες της χούντας, που επεδίωξαν ή δέχθηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους δυνάστες του Ελληνικού Λαού, την βοήθησαν είτε στην κυβέρνηση, ως υπουργοί, υφυπουργοί ή γενικοί γραμματείς, είτε στη διοίκηση ως νομάρχες ή διοικητές οργανισμών και τραπεζων ή στρατιωτικοί ηγέτες ή διορισμένοι δήμαρχοι, κοινοτάρχες, δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι ή διευθυντές ή σύμβουλοι διαφόρων δημοσίων οργανισμών, ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων, είτε γενικά ως «απολιτικοί» τεχνοκράτες, επιστήμονες «υπηρεσιακοί» –αλλά πάντοτε υπηρετικοί– ως ειδικοί σύμβουλοι, οικονομολόγοι, συνταγματολόγοι, διεθνολόγοι ή τεχνικοί, είτε ως δήθεν «πολιτευόμενοι» –που βρήκαν την ευκαιρία να δράσουν πολιτικά με τον μονόλογο, χωρίς αντιπάλους, υπό τον στρατιωτικό νόμο, ανδρείκελα και γελοιογραφίες «βουλευτών», ως μέλη ή απλοί υποψήφιοι της λεγόμενης «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ» (του δήθεν Κοινοβουλίου της χούντας)[Πρόεδρος της «Συμβουλευτικής Επιτροπής» ήταν ο νομικός Απόστολος Βογιατζής].
«Τέτοιοι καιροσκόποι, αριβίστες, μωροφιλόδοξοι, τυχοδιώκτες, αμοραλιστές –ή δειλοί, δείλαιοι, κουτοπόνηροι, μικρόνοες, επιπόλαιοι– όλος αυτός ο χυδαίος συρφετός των ασπόνδυλων γλοιωδών μαλακίων, που βρήκαν την ευκαιρία να αναρριχηθούν έρποντας, ξεφύτρωσαν παντού: στη Δικαιοσύνη –Άρειο Πάγο και Συμβούλιο της Επικρατείας– στην Εκκλησία, στα Πανεπιστήμια, στις Ένοπλες Δυνάμεις, στις δημόσιες υπηρεσίες, στη δημοσιογραφία, στα εργατικά συνδικάτα και στις διάφορες επαγγελματικές συντεχνίες, στα ελευθέρια επαγγέλματα, στα αθλητικά σωματεία.
Οι συνεργάτες της δικτατορίας δεν ήσαν όμως αρκετοί για να διασφαλίσουν την εξουσία της. Η δυσπιστία της προς τον Λαό ήταν εύλογη, έτσι δε εξηγείται το γεγονός ότι δεν θέλησε να εκθέσει σε κίνδυνο την εξουσία της θέτοντας σε εφαρμογή τα «Συντάγματά» της. Διότι ο φόβος του Λαού την συνείχε συνεχώς, από την άτιμη αρχή έως το άδοξο τέλος της.
Ο φόβος του Λαού είναι ίδιον των αυταρχικών καθεστώτων. Η απριλιανή στατοκρατική δικτατορία υπήρξε ένα κατ’ εξοχήν αυταρχικό καθεστώς και είχε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν, εξ ορισμού, τα αυταρχικά καθεστώτα». (Βλ. Αρ. Μάνεσης, όπ.π., σ. 49).
Ως «εσωτερικό εχθρό» αντιμετώπισε τον Ελληνικό Λαό το αυταρχικό καθεστώς των συνταγματαρχών. Προσπάθησε να περιαγάγει τους πολιτες σε αγελαία παθητικότητα, καθιστώντας τους απλούς υπηκόους. Τους εξεβίαζε, δηλαδή, να αποδεχθούν τον ετεροκαθορισμό τους: «Μήτε να κρίνουν ή να συζητούν/μήτε να εκλέγουν πια/ν’ ακολουθούνε μόνο», όπως θα έλεγε ο Καβάφης. Στον βαθμό δε που οι κρατούντες αποσπούσαν άμεσα ή έμμεσα, με υλική ή ψυχολογική βία, τη σιωπηρή ανοχή των εξουσιαζομένων «Ὁ σιωπῶν δοκεῖ συναινεῖν» (ρωμαϊστί: «Qui tacet consentire videtur») –βαυκαλίζονταν ότι διαθέτουν μία, πλαστή έστω, νομιμοποίηση.
Πραγματικοί ένοχοι εγκλημάτων υπήρξαν, ωστόσο, οι δικτάτορες και τα όργανά τους. Και τι δεν διέπραξαν! Εσχάτη προδοσία, στάση, φόνους, απάτες, καταχρήσεις εξουσίας, βασανιστήρια, σωματικές βλάβες, παράνομες συλληψεις και κατακρατήσεις, φυλακίσεις και εκτοπίσεις χιλιάδων πολιτών, αυθαίρετες στερήσεις ιθαγένειας και αθρόες απολύσεις και διώξεις, λόγω πολιτικών φρονημάτων, δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, εργαζομένων, πανεπιστημιακών, δικαστικών, μητροπολιτών, αξιωματικών.
Επί της κεφαλής πάντων –για να χρησιμοποιήσω ανταποδοτικά τη φρασεολογία του αρχηγού της χούντας– των φυσικών και ηθικών αυτουργών αυτών των εγκλημάτων έπρεπε να επικρεμασθεί και να πέσει ο πέλεκυς, όχι της άνομης εξουσίας αλλά του νόμου, και όχι για εκδίκηση αλλά για απονομή δικαιοσύνης. Τούτο συνέβη όμως μόνον εν μέρει. Έτσι, την τιμωρία των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου 1967 ανέλαβε η Ιστορία. Εάν αρχικά ο βιασμός της νομιμότητας υπήρξε εύκολος, η νομιμοποίηση της βίας αποδείχθηκε δύσκολη, και τελικά ανέφικτη. Παράνομα επιβλήθηκε και ανομιμοποίητο παρέμεινε μέχρι τέλους το στρατοκρατικό καθεστώς. Κατέρρευσε δε μόλις διέπραξε την εθνικη προδοσία της Κύπρου, προκαλώντας την τουρκική εισβολή. Και ρίχθηκε έτσι μόνο του στον οχετό της Ιστορίας.
ΙΙ.
Και ο Θουκυδίδης; Η “μεγαλοφυία της αντικειμενικότητας”, όπως έχει χαρακτηρισθεί ο συγγραφέας του Πελοποννησιακού πολέμου, του σημαντικότερου ιστορικού έργου της Αρχαιότητας, ενώ παραμένει αυστηρά στο πλαίσιο των πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων, έχει συγχρόνως σαφή συναίσθηση ότι τα γεγονότα αυτά αποτελούν παραδείγματα ανθρώπινης πράξης και πάθους. Έτσι η ώσμωση πραγματικής νηφαλιότητας και συγκρατημένης εσωτερικής έντασης –έντασης που την διαπερνάει κάτι από την πνοή της μεγάλης ποίησης– δίνει στο έργο μια αέναη γοτεία. (Βλ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Θουκυδίδη Ιστορία, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2011, σ. 7).
Ο ιστορικός, με την ικανότητα να ανιχνεύει στις επί μέρους καταστάσεις και στα γεγονότα τους γενικότερους τύπους και να συλλαμβάνει έτσι την απόλυτη αλήθεια τους, κατάλαβε ότι πάντοτε, όσο η φύση του ανθρώπου θα είναι αυτή που είναι, υπό όμοιες συνθήκες θα προκύπτουν όμοια αποτελέσματα. Και συνάμα συνειδητοποίησε την προγνωστική αξία του έργου του που το καθιστούσε πραγματικά παντοτινό απόκτημα, κτῆμα ἐς αἰεὶ όλης της ανθρωπότητας, όσο η ανθρώπινη φύση, τὸ ανθρώπινον, θα παραμένει απαράλλαχτα ίδια.
Ο Θουκυδίδης δεν είναι μόνον ο ιστορικός άλλά συγχρόνως και ο πρώτος συνειδητός πολιτικός στοχαστής στην Ευρωπαϊκή ιστορία του πνεύματος. Στην ξυγγραφήν του συγκροτείται για πρώτη φορά μια μορφή πολιτικού-ιστορικού στοχασμού που υπερβαίνει το χρονικό πλαίσιο της εποχής. Διότι ο ιστορικός μπόρεσε να συνειδητοποιήσει το πεπρωμένο της πόληςτου ως κάτι γενικότερο και θέλησε να δώσει ένα κλειδί για βαθύτερη κατανόηση των γεγονότων και των καταστάσεων που τα πλαισίωναν. Προσπαθεί να συλλάβει την ιστορική αλήθεια για να την καταστήσει εργαλείο στα χέρια κάθε μελλοντικού πολιτικού που θα έχει την βούληση να την μετουσιώσει σε ορθή πολιτική πράξη και να αποφύγει τα λάθη που διέπραξαν οι πολιτικοί του δικού του καιρού. Περιγράφει το παρόν έχοντας στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον και με αυτό το πρίσμα χαρακτηρίζει το ιστορικό έργο του ως απόκτημα παντοτινό, κτῆμα ἐς αἰεί (1, 22, 4).
ΙΙΙ.
Το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π.Χ. στην Αρχαία Αθήνα και
η Συμβουλευτική Επιτροπή της χούντας της 21ης Απριλίου 1967
Με την πανωλεθρία των Αθηναίων στη Σικελία (τέλος του δικού μας Σεπτέμβρη του 413 π.Χ.) η Αθήνα δέχτηκε το ισχυρότερο χτύπημα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ενώ λίγους πρωτύτερα οι Πελοποννήσιοι είχαν εισβάλει στην Αττική κι ακολουθώντας παλιότερη συμβουλή του Αλκιβιάδη οχύρωσαν κι έκαμαν μόνιμο ορμητήριο για τις επιδρομές του στη χώρα την Δεκέλεια (σημερινό Τατόι). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σταματήσει σχεδόν κάθε καλλιέργεια στην Αττική, να αρπαγούν τα ζώα, να διακοπεί η λειτουργία των αργυρωρυχείων του Λαυρίου και να γίνει αδύνατη η επικοινωνία από στεριά με την Εύβοια. Την επόμενη χρονιά έρχεται να προστεθεί μια νέα απειλή: κλείνεται στη Μίλητο (καλοκαίρι του 412 π.Χ.) συμμαχία μεταξύ Σπάρτης και Περσίας χάρη στην οποία οι αντίπαλοι της Αθήνας θα έχουν, για την εντατικότερη διεξαγωγή του πολέμου, στη διάθεσή τους το ανεξάντλητο περσικό χρυσάφι.
Όλα αυτά τα γεγονότα δημιούργησαν κάποιαν αποθάρρυνση στους δημοκρατικούς κι έδωσαν ταυτόχρονα την ευκαρία στους ολιγαρχικούς που, οργανωμένοι στις λεγόμενες «ἑταιρεῖες», ποτέ δεν είχαν πάψει να συνωμοτούν, να αποδυθούν δραστηριότερα πια κι εμφανέστερα στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τώρα μάλιστα είχαν την δυνατότητα να προσεταιριστούν κι αρκετούς απ’ τους μετριοπαθείς δημοκρατικούς στους οποίους παρουσίαζαν την κίνησή τους σαν προσπάθεια για την αποκατάσταση «τῆς πατρίου πολιτείας», της αληθινής τάχα δημοκρατίας των παλιών καιρών. [Οι “ἑταιρεῖες” ήταν ολιγαρχικές λέσχες, οι οποίες αποσκοπούσαν στην υπονόμευση της δημοκρατίας και στην εγκαθίδρυση ολιγαρχικού πολιτεύματος, γι’ αυτό τα μέλη τους δέχονταν τακτικά τις κατηγορίες των υποστηρικτών της δημοκρατίας. Ανάλογου προσανατολισμού υπήρξε στη νεότερη Ελλάδα, μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και τον εμφύλιο που ακολούθησε, μια μυστική συνωμοτική οργάνωση ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, γνωστότερος από το ακρωνύμιο Ι.Δ.Ε.Α. Ήταν μια μυστική οργάνωση αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, η οποία αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα της χώρας, με σκοπό την αντιμετώπιση “τυχόν επαπειλούμενου κομμουνιστικού κινδύνου”, και δημιουργήθηκε από αξιωματικούς εθνικιστές, συντηρητικούς και με φιλοβασιλικό προσανατολισμό και οι θέσεις τους δεν απείχαν πολύ από αυτές του Μεταξικού καθεστώτος. Ο Ι.Δ.Ε.Α. ιδρύθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1944 στην Αθήνα από έξι αντιπροσώπους της «ΤΡΙΑΙΝΑΣ», μυστικής οργάνωσης σαμποτάζ και πληροφοριών που είχε δραστηριοποιηθεί στην κατεχόμενη Ελλάδα, και από έναν εκπρόσωπο της «ΕΝΑ» (Ένωση Νέων Αξιωματικών) οργάνωσης με σκοπούς σαφώς αντικομμουνιστικούς. Η αντίληψη και ουσιαστική θέση του Ι.Δ.Ε.Α. ήταν η ταύτιση του στρατού με το έθνος και η πλήρης ανεξαρτησία του από την πολιτική εξουσία. Το 1948 στην οργάνωση είχαν ενταχθεί πάνω από 2.500 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί. Εναλλασσόμενοι αρχηγοί της ο ταξίαρχος τότε Σόλων Γκίκας –Υπουργός αργότερα Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση του Κων/νου Καραμανλή (1958-1961) και Υπουργός Δημόσιας Τάξης στην κυβέρνηση πάλι Κων/νου Καραμανλή μετά τη πτώση της χούντας (1974-1979)– ο ταγματάρχης Γεώργιος Καραγιάννης κ.α., συνδεόμενοι πλέον άμεσα με το παρακράτος που άρχισε να αναπτύσσεται και να γιγαντώνεται ειδικότερα μετά τις εκλογές του 1958. Στην παράνομη αυτή οργάνωση των αξιωματικών, που είχε σχέδιο πραξικοπήματος, δρούσε ο μετέπειτα αρχιπραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως “ο ανερχόμενος Νάσερ της Ελλάδος”, υφιστάμενος του Διοικητή της ΚΥΠ Αλέξανδρου Νάτσινα, ο τότε λοχαγός (1951) Δημήτριος Ιωαννίδης, ο ολετήρας της Κύπρου, και πολλοί άλλοι, ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί. Τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής του Ι.Δ.Ε.Α. κατά την περίοδο 1948-1949 ήταν: Κων/νος Καραβίτης, Αλέξανδρος Νάτσινας, Νικόλαος Γωγούσης, Στυλιανός Τζουβάρας, Γεώργιος Μπάλας και Ιωάννης Καραμπότσος. Σύμφωνα με όσα γράφει ο εκ των ιδρυτών της Ι.Δ.Ε.Α. αντιστράτηγος Γεώργιος Καραγιάννης, το διάστημα 1950-1951, “ἡ ὀργάνωση κατὰ τὴν περίοδον ταύτην περιπίπτει εἰς παντελῆ ἀδράνειαν, ἡ δὲ ὑπαρξίς της ὡς Ἐθνικῆς Ἐφεδρείας δικαιολογεῖται ἐκ τῆς ἀμφιβολίας ἐπὶ τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων, αἱ ὁποῖαι μοιραίως θὰ εἶχαν τὶς ἐπιπτώσεις των ἐπὶ τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων”. Ο θάνατος του Αλέξανδρου Παπάγου, τον Οκτώβριο του 1955, αποτέλεσε το τυπικό τέλος της οργάνωσης του Ι.Δ.Ε.Α., όμως μέσα στους κόλπους του συγκροτήθηκε, μεταξύ 1956 και 1958 η «Ε.Ε.Ν.Α.» [Εθνική Ένωση Νέων Αξιωματικών»], από αξιωματικούς μεταξύ των οποίων οι πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 Γεώργιος Παπαδόπουλος, Δημήτριος Πατίλης, Νικόλαος Μακαρέζος, Ιωάννης Λαδάς και άλλοι που πίστευαν ότι ο Κων/νος Καραμανλής “δεν ήταν αρκούντως αντικομμουνιστής»].
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ στο κείμενο πριν από την μεγάλη παρένθεση.
Το φθινόπωρο του 413, αμέσως ύστερα από την αναγγελία της καταστροφής στη Σικελία, οι ολιγαρχικοί σημειώνουν την πρώτη τους επιτυχία: κατορθώνουν να διοριστούν για απεριόριστο χρόνο οι λεγόμενοι δέκα πρόβουλοι που σχεδόν υποκαθιστούσαν την Βουλή των 500 και γενικά είχαν πολύ μεγάλη εξουσία. Λίγο αργότερα σ’ αυτούς θα προστεθούν άλλοι δέκα σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (ή είκοσι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη), για να καταρτίσουν το σύνταγμα της νέας αυτής δημοκρατίας. Συνεχιστές αυτών των είκοσι ή, πιθανότερα, τριάντα προβούλων φιλοδοξούν να γίνουν, ύστερα από το 404, ο Κριτίας κι οι σύντροφοί του, οι γνωστοί «Τριάκοντα».
Ο πραγματικός αρχηγός των ολιγαρχικών των χρόνων αυτών είναι ο ρήτορας Αντιφώντας, από πεποίθηση εχθρός της δημοκρατίας, ενάρετος και αφιλοκερδής, τον οποίο ο Θουκυδίδης –που με συμπάθεια είχε ιδεί όλην αυτή την κίνηση– τόσο τιμά κι επαινεί. Άλλοι σπουδαίοι παράγοντες της ολιγαρχικής αυτής συνωμοσίας ήταν ο στρατηγός Φρύνιχος κι οι πολιτικοί Πείσανδρος και Αρίσταρχος, φιλόδοξοι όλοι κι αδίσταχτοι. Μ’ αυτούς συνεργάστηκαν στην αρχή (όπου και τους χρειάζονταν οι συνωμότες) δυο ακόμη άντρες: στην Αθήνα ο Θηραμένης, μετριοπαθής δημοκρατικός, για τον οποίο δεν έχει ξεκαθαριστεί αν ήταν πατριώτης ή συνηθισμένος καιροσκόπος –“κόθορνος” απεκαλείτο· στην Ιωνία ο Αλκιβιάδης, που αυτή την εποχή είχε γίνει όχι μονάχα ύποπτος, αλλά και μισητός στους Λακεδαιμονίους κι είχε αρχίσει να επιδιώκει κυρίως με φίλους του στον αθηναϊκό στόλο της Σάμου, ν’ αμνηστευθεί σε πρώτο στάδιο, να κυριαρχήσει κατόπι. Τα σχέδια του αυτά, εύλογα έβρισκε πως υπήρχε μεγαλύτερη πιθανότητα να πραγματοποιηθούν μέσα στην αναταραχή που θα επροκαλείτο από μιαν αλλαγή του πολιτεύματος.
Την συνεργασία όλων αυτών των στοιχείων, την στρατηγική τους την τεχνική που χρησιμοποίησαν για να φτάσουν στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους, εξιστορεί ο Θουκυδίδης σε αρκετά κεφάλαια του τελευταίου βιβλίου των Ιστοριών του: Τα κεφ. 53-54 (Ο Πείσανδρος κι οι άλλοι αποσταλμένοι των συνωμοτών έρχονται από την Σάμο στην Αθήνα) και 65-70 (Η δράση των συνωμοτών στην Αθήνα κι άλλες πόλεις της ηγεμονίας, η πρόσκαιρη επικράτησή τους).
ΠΑΡΑΘΕΤΩ σε μετάφραση δική μου το Κεφάλ. 65 από το VIII βιβλίο της Ιστορίας του Θουκυδίδη, όπου αποτυπώνεται το κλίμα του ζόφου, του φόβου, της καχυποψίας, της δυσπιστίας και της τρομοκρατίας που επικράτησε στην Αθήνα –ανάλογο αυτού που βιώσαμε τον πρώτο, κυρίως, καιρό του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967– όταν οι συνωμότες-κινηματίες που οργάνωσαν το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π.Χ. –ο στρατηγός Φρύνιχος, οι πολιτικοί Πείσανδρος και Αρίσταρχος και άλλοι– κατέλυσαν την δημοκρατία, για να αποκαταστήσουν δήθεν “τὴν πάτριον πολιτείαν”, την αληθινή τάχα δημοκρατία των παλιών καιρών.
Γράφει ο Θουκυδίδης: «Αυτό αποτελούσε ωραία δικαιολογία για τους πολλούς, διότι στην πραγματικότητα τον έλεγχο της πόλης θα τον έπαιρναν στα χέρια τους αυτοί που οργάνωναν την αλλαγή του πολιτεύματος. Πάντως η Εκκλησία του δήμου εξακολουθούσε να συγκαλείται και η Βουλή που εκλέγεται με κλήρο, δεν αποφάσιζαν όμως τίποτε που δεν το είχαν εγκρίνει οι συνωμότες, αλλά και όσοι έπαιρναν τον λόγο ήταν δικοί τους και αυτά που θα έλεγαν είχαν πρωτύτερα εξεταστεί από αυτούς. Και κανένας από τους άλλους πολίτες δεν έφερνε αντίρρηση από φόβο, καθώς έβλεπε ότι οι συνωμότες ήταν πολλοί. Μα και αν τολμούσε κανείς να εκφράσει αντίθετη γνώμη, αμέσως με κάποιον κατάλληλο τρόπο θανατωνόταν και ούτε γινόταν έρευνα για να βρεθούν οι δράστες, ούτε γινόταν καμιά δίωξη εναντίον των υπόπτων· ο λαός δεν αντιδρούσε και ήταν τόσο φοβισμένος ώστε καθένας που δεν έπεφτε θύμα κάποιας πράξης βίας, το θεωρούσε κέρδος, ακόμη κι αν κρατούσε το στόμα του κλειστό. Και επειδή νόμιζαν ότι οι συνωμότες ήταν πολύ περισσότεροι απ’ ότι ήταν πραγματικά, έχαναν το ηθικό τους, και δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσουν την αλήθεια, γιατί η πόλη ήταν μεγάλη και δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον. Για τον ίδιο λόγο και αν ένας ήταν αγανακτισμένος για κάποιο πάθημά του δεν μπορούσε να εκφράσει την θλίψη του σε άλλον και να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε κάποιον ο οποίος τον επιβουλευόταν· διότι ή θα έβρισκε άγνωστο να μιλήσει ή γνωστό που δεν θα του είχε εμπιστοσύνη. Όλοι οι δημοκρατικοί πλησίαζαν καχύποπτα ο ένας τον άλλο σαν να ήταν κι εκείνος ανακατεμένος σε όσα γίνονταν. Γιατί ανάμεσα στους συνωμότες ήταν και άνθρωποι που κανείς ποτέ δεν θα το φανταζόταν πως θα γίνονταν ολιγαρχικοί· αυτοί προκάλεσαν την μεγαλύτερη καχυποψία ανάμεσα στους δημοκρατικούς και συντέλεσαν πάρα πολύ στο να είναι ασφαλείς οι ολιγαρχικοί επειδή έκαναν ακλόνητη την δυσπιστία των δημοκρατικών στον εαυτό τους».
Το καθεστώς αυτό των ολιγαρχικών (“ἀρχὴ τῶν Τετρακοσίων”) κράτησε μονάχα τέσσερις μήνες (Αριστοτέλη Αθηναίων Πολιτεία, ΧΧΧ, 1), από τις αρχές του δικού μας Ιουνίου ώς το τέλος του δικού μας Σεπτεμβρίου του 411 π.Χ. Δυστυχώς, το Απριλιανό άγος κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια και προκάλεσε ανήκεστη βλάβη στον εθνικό κορμό.
Κων/νος Π. Αθανασάτος, Δρ. Φ.











