Ησυχα κυλούσαν για τον Αυγουστή Ζαχαράτο αυτά τα χρόνια στα Τυπαλδάτα Παλικής. Ήθελες το χωριό του, ήθελες λίγο οι ασχολίες με τον κάμπο του, λίγο η καλή παρέα και το τραγούδι, λίγο το κατέβασμα στο Ληξούρι, περνούσε ο καιρός φέρνοντάς του συχνά στο μυαλό όμορφές αναμνήσεις από τη «φαρική» ζωή του.
Συντροφιά με τη σύζυγό του την Αγγελική (φωτό), ότι είχαν επιστρέψει στα Τυπαλδάτα από τον κάμπο τους, έμεινα για λίγο κοντά τους, αφού με υποδέχτηκαν με χαμόγελο και πολλή καλοσύνη για να μοιραστώ μαζί τους τις παλιές αναμνήσεις των. Ιδίως του βίου του Αυγουστή που το «φαρικό» επάγγελμά του, του χάραξε βιοτική πορεία και του άφησε καλές στιγμές και μνήμες.
Ο Αυγουστίνος γιος του Λεωνίδα Ζαχαράτου και της Μαριάνθης Σκαφιδά, γεννήθηκε το 1930 στα Τυπαλδάτα της Παλικής κι ήταν ένα από τα επτά παιδιά της πατρικής οικογένειάς του.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο των Χαυδάτων, μια και τα Τυπαλδάτα, είναι συνοικισμός των Χαυδάτων. Δάσκαλοί του κατά καιρούς ήταν: ο Αντώνης και η Στάμω Αλιβιζάτου, η Μαριολένη Κοντογιαννάτου, η Διονυσία Μπελίτση -Κατερέλου, η Βιργινία Λογαρά. Τελειώνοντας την Δ’ Τάξη έδωσε εξετάσεις στο Οχτατάξιο Σχολαρχείο και εισήχθη με επιτυχία, αλλά λόγω που ξέσπασε ο Πόλεμος σταμάτησε για λίγο διάστημα τη μαθητεία του. Μόλις άνοιξε το σχολείο δεν πήγε στο Οχτατάξιο, και για δυο χρόνια συνέχισε το Δημοτικό στο χωριό του. Έπειτα πήγε στο Σχολαρχείο έως την Ε’ Τάξη, δηλαδή στη σημερινή Γ’ Γυμνασίου.
Τα χρόνια ήταν δύσκολα και η ανάγκη έκανε τον Αυγουστή να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί έως που πήγε εθελοντής στρατιώτης στο Σώμα του Ναυτικού, ως τηλεγραφητής και έκανε τη θητεία του για 4 χρόνια περίπου.
Λόγω που τα περισσότερα αδέλφια του ήταν στο εξωτερικό, μετά την απόλυσή του από το Ναυτικό, παρέμεινε στο χωριό με τους γονείς του βοηθώντας τους στις αγροτικές δουλειές.
Το διάστημα αυτό «χτύπησε» τον Αυγουστή ο έρωτας, «του αλατιού» όπως τον έλεγε. Δηλαδή, οι νέοι τότε πήγαιναν στο γιαλό και μάζευαν από τις πέτρινες λίμπες των παραθαλάσσιων βράχων το αλάτι, τη λεγόμενη αφράλα. Επειδή, δεν ήθελαν να πάει άλλος να τη μαζέψει, φύλαγαν το μέρος του γιαλού και όταν καταλάβαιναν πως η αφράλα ήταν αρκετή, τη μάζευαν. Το φύλαγμα της περιοχής έμεινε με τη φράση «κάνω γιαλό» ή «φυλάω γιαλό». Σε τέτοια μέρη πήγαιναν και οι κοπελιές των γύρων χωριών, που κάνανε τις περατζάδες τους τα Σαββατοκύριακα και ένιωθαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Έτσι, ο Αυγουστής γνώρισε πρώτα μια Πατρινιά, αυτή όμως το νησί μας, δε το ήθελε… Φεύγοντας η Πατρινιά ήρθε στη ζωή του η Αγγελική με τις όμορφες μακριές κοτσίδες. Πλανεύτηκε ο Αυγουστής και τση έταξε πως θα την κάνει γυναίκα του. Πράγματι την παντρεύτηκε και απόκτησαν δυο θυγατέρες, τη Μαριάνθη και τη Δήμητρα, που με τη σειρά τους χάρισαν στην οικογένεια πολλά εγγόνια.
Κατά την περίοδο που ήταν αρραβωνιασμένος έρχεται μια διαταγή στο Λιμεναρχείο και έδινε την ευκαιρία σε νέους, να γίνουν φαροφύλακες.
Με τη βοήθεια του μετέπειτα κουμπάρου του, φαροφύλακα Σπυράγγελου Ζαφειράτου, το 1955, τον Ιούνιο, έκανε τα χαρτιά του και στις 15 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή της Υπηρεσίας Φάρων στον Πειραιά, για να ειδικευτεί σε αυτό το επάγγελμα. Πέρασε διάφορα στάδια προγύμναση και κατάλληλης εκπαίδευσης με επιτυχείς εξετάσεις και κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων τον έστειλαν ως ειδικευμένο φαροφύλακα στη Χίο, στο φάρο των Οινουσσών.
Ο Φάρος αυτός ήταν δευτέρας κατηγορίας και έφερε το όνομα «Σπαρματόρι».
Έπειτα από οχτώ μήνες με τη βοήθεια του τότε βουλευτή Γεράσιμου Βασιλάτου, μετατέθηκε στην Κεφαλονιά, στο φανάρι του Γέρου Γόμπου, όπου έμεινε για 7 χρόνια, δηλαδή έως το Μάρτιο του 1963.
Λόγω που οι φαροφύλακες έπαιρναν βαθμό κάθε τρία χρόνια και ήταν αναγκαία η μετάθεση, ο Αυγουστής μετατέθηκε στο Φάρο της Λάκας στους Παξούς για τρία χρόνια και με καλή συνεργασία των συναδέλφων του ο χρόνος δεν φάνηκε κουραστικός και τα τρία χρόνια έγιναν ένα, ώσπου το 1964 γύρισε πάλι στο Γέρο Γόμπο.
Το 1966 έρχεται διαταγή για να μετατεθεί εκεί που υπήρχε ανάγκη και βρέθηκε στο Φανάρι της Σαπιέντζας, στη Μεθώνη. Εκεί παρουσιάστηκε κάποιος ντόπιος φαροφύλακας που ζητούσε τη θέση και έτσι ο Αυγουστής μετατέθηκε στο φάρο του ακρωτηρίου Ταίναρο.
Κατά τις 20 Ιουλίου του 1967 έπειτα από διαταγή της υπηρεσίας του ήλθε στο φανάρι του Γέρου –Γόμπου με παρουσία αντικαταστάτη του, όπως προέβλεπε η διαταγή. Δεν πέρασε μήνας και τον Αύγουστο του ιδίου έτους έκανε μετεκπαίδευση για λίγο διάστημα και έπειτα γύρισε στο φανάρι της Παλικής έως το 1971. Τη χρονιά αυτή έκανε αίτηση για μετάθεση στο φανάρι της Οξιάς, όπου και έμεινε 34 μήνες.
Στο διάστημα που ήταν στην Οξιά, θυμόταν τις φορές που το επιβατηγό «Άγιος Γεράσιμος» έκανε την άγονη γραμμή και πλησίαζε το νησί για τις ανάγκες των λίγων κατοίκων. Εντυπωμένη στο μυαλό του ήταν η φορά που με τη βάρκα από την Οξιά προκάλεσε τον καπετάνιο Διονύση Στρίντζη, του επιβατηγού «Κεφαλονιά», εφόσον έκανε το συνηθισμένο δρομολόγιό του, να τον πάρει «μισοκάναλα» για να τον φέρει στην Κεφαλονιά. Στην ερώτηση του καπετάνιου τι να γράψει στο ημερολόγιό του, ο Αυγουστής του απήντησε…γράψε πως ήταν μεγάλη ανάγκη, λόγω που ο πατέρας μου ήταν άρρωστος… Ο καπετάνιος γέλασε και χάρηκε τον ευρηματικόν και ετοιμόλογον Αυγουστή.
Από τον Ιούνιον του 1974 ήρθε οριστικά στο φανάρι του Γέρου Γόμπου έως το 1983 που συνταξιοδοτήθηκε.
Ο Αυγουστής θυμόταν τους παλαιότερους φαροφύλακες, ιδίως του Γέρου Γόμπου και μιλούσε γι’ αυτούς με πολλή αγάπη και με καλές αναμνήσεις για τα ωραία χρόνια που πέρασαν μαζί, τους : Σπυράγγελο Ζαφειράτο, Γιάννη Μελισσινό, Μωυσή Παντελή από τον Αθέρα, Μανωλάτο Σπυρίδωνα από την Ιθάκη, Σπύρο Γκιουλέα από το Καρδαμήλι της Μεσσηνιακής Μάνης, Μπουρανιά Γεώργιο από το Κομπότι της Άρτας, Γραμματικό Δημήτριο από τους Παξούς, Σάββα Μελισσινό, Σπύρο Αργυρό, Γιώργο Μουρελάτο, Γιώργο Παπαδόπουλο από τη Ναύπακτο, Σπύρο Ποταμίτη από τη Ζάκυνθο, Παράσχη Αλέξανδρο από τη Ζάκυνθο.
Το επάγγελμα του φαροφύλακα δεν έχει χαθεί, αλλά έχει αλλάξει μορφή και σήμερα, όπου διατηρείται είναι τελείως διαφορετικό επάγγελμα. Τις περασμένες δεκαετίες ήταν δύσκολο να είναι κανείς φαροφύλακας, λόγω που οι ανέσεις ήταν ελάχιστες γι’ αυτούς. Όμως θα μπορούσαμε να πούμε πως η ζωή στο φάρο ήταν δύσκολη και εύκολη. Δύσκολη για τη μοναξιά της, όταν οι φαροφύλακες ήταν λίγοι. Όταν ήταν τρεις έκαναν βάρδια ανά 4ωρο, αν ήταν δυο, τότε ανά 6ωρο. ‘Άναβαν το φανάρι μετά τα 20 λεπτά από τη Δύση του Ηλίου και το σβήνανε 20 λεπτά πριν την Ανατολή.
Κάθε φανάρι περίμενε το φαρόπλοιο ( τύπου κορβέτα) σε τακτά χρονικά διαστήματα να φέρει το πετρέλαιο κατάλληλο για τη χρήση των φάρων από την υπηρεσία του Φαρικού Διχτύου.
Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή του Θ. Δράκου στο περιοδικό ΑΘΗΝΑΙ, που εξέδιδε η εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ, τεύχος 4ο, σελ. 26/ 1935 για τους φάρους του Ελλαδικού χώρου «…Το Υπουργείο Ναυτικών είχε επωμισθεί τη συντήρηση των φάρων. Το Ελληνικό φαρικό δίχτυο θεωρείτο το καλύτερο των Βαλκανίων. Η φαρική βάση ήταν στο ακρότατο σημείο του αριστερού λιμενοβραχίονα του Πειραιά.
Τα πλοία «ΚΙΣΣΑ» ΚΑΙ «ΠΛΕΙΑΣ» εφοδίαζαν τους φάρους και έφερναν τα νέα στους θαρραλέους φαροφύλακες. Ξεκινούσαν από τον Μάιο και γύριζαν τέλος Οκτωβρίου. Επισκέπτονταν όλους τους 336 φάρους, φανούς, φωτοβόλους, σημαντήρες. Εφοδίαζαν πετρέλαιο, ασετιλίνη διαλυμένη, τρόφιμα και φάρμακα.
Η δύναμή τους ήταν 750 άτομα. Ζούσαν με την οικογένειά τους σε δυο και τρία δωμάτια που ήταν κάτω από τον φάρο. Για να εξοικονομούν τα προς το ζην έτρεφαν διάφορα ζώα, κατσίκες, κότες και φύτευαν λαχανικά. Υπήρχαν και αυτοί που ζούσαν μακριά από το σπίτι τους και ήταν μόνιμη έγνοια των δικών τους, της οικογένειας τους και των συζύγων τους».
Οι φάροι ήταν δυο ειδών, πετρελαιοφόροι και αυτόματοι. Ο πετρελαιοφόρος ήταν μεγάλης ορατότητας. Ο αυτόματος είχε γίνει μετά την ανακάλυψη του Σουηδού Νταλέν. Λειτουργούσε με αέριο ασετιλίνης και έκλεινε αυτομάτως με το φως της ημέρας με μία ηλιοβαλβίδα.
Στην περίπτωση του φαναριού του Γέρου Γόμπου ερχόταν το φαρόπλοιο αρόδου, ανοικτά από τα βράχια του φαναριού και με βάρκες ξεφόρτωναν το καύσιμο υλικό. Αργότερα που έγινε ο δρόμος για το Φάρο, το φαρόπλοιο ξεφόρτωνε το πετρέλαιο και την ασετιλίνη στο λιμάνι του Ληξουρίου και από εκεί μετέφεραν το καύσιμο υλικό με ειδικό αυτοκίνητο στο φάρο.
Οι φαροφύλακες είχαν συνεργασία μεταξύ τους για το θέμα του ωραρίου και της βάρδιας, με αποτέλεσμα να εξυπηρετούνται ανάλογα στις ανάγκες τους.
Το φανάρι του Γέρου Γόμπου ήταν τόπος που συχνά τον επισκέπτονταν αρκετοί άνθρωποι και φίλοι των φαροφυλάκων. Επισκέπτονται ακόμη και σήμερα πολλοί φυσιολάτρες το επιβλητικό τοπίο, που είναι σμίξη από «ταλαίπωρους» από το κύμα βράχους και χωμάτινη πλατωσιά, που με τον ψηλό κυλινδρικό κορμό του φαναριού να επιβάλλεται στο χώρο, προσφέρει υπέροχο ηλιοβασίλεμα, δίνοντας κάτι όμορφο στη ματιά και στην ψυχή.
Σε αυτό τον χώρο, του Φαναριού του Γέρου- Γόμπου ο Αυγουστής και οι άλλοι φαροφύλακες φιλόξενα άνοιγαν την καρδιά τους και μοιράζονταν με όποιον τύχαινε ό,τι το καλύτερο υπήρχε στο τραπέζι τους, πάνω από όλα το όμορφο χαμόγελο.
Πόσες φορές ο Αυγουστής, που για χόμπι του είχε στον ελεύθερο χρόνο του το ψάρεμα, δεν ετοίμαζε την κακαβιά ή τα ψητά ψάρια ή ότι άλλο είχε η ψαριά του για να περάσουν όσοι ήταν εκεί καλά. Το κρασί και τα άλλα εδέσματα συχνά τους έφταναν στο περίσσιο κέφι με κορύφωση το τραγούδι και τα αστεία, μα είχαν όλοι τους μια έγνοια, μοναδική και λειτουργική, να μην ξεχάσουν ποτέ το άναμμα και το σβήσιμο του Φάρου.
* Το κείμενο για τον Αυγουστή Ζαχαράτο, δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Kefalonitis Magazin» του Ανδρέα Πέτρου Δεμπόνου, τεύχος 39, Ιούνιος 2013. Αναδημοσιεύεται με τροποποίηση ρηματικού χρόνου, λόγω της φυγής του από τη ζωή στις 9-10-2020.