Στις 24 Σεπτεμβρίου σύμφωνα με το εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας εορτάζει η «Παναγία η Μυρτιδιώτισσα».
Κάθε χρόνο οι επιστάτες του κοιμητηρίου του Δραπάνου ακολουθώντας τη συνήθεια των παλαιοτέρων επιστατών, από μέρες προετοιμάζονται για την ιερά πανήγυρη. Μετά τον εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία της εορτής κατά το απόγευμα, η εικόνα λιτανεύεται από τον ιερό ναό του Δραπάνου, περνάει τη Γέφυρα του Δε- Βοσσέτου, συνεχίζει την παραλιακή οδό και την τοποθετούν στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα Αργοστολίου και τίθεται σε προσκύνημα
Στα 1849 ο Νικόλαος Πολλάνης ανατύπωσε την ακολουθία της Μυρτιδιώτισσας (του Κύκκου), της δικής μας «Δραπανιώτισσας» στο Τυπογραφείο του Αργοστολίου « Η Σάλπιγξ» με τις ευλογίες του τότε μητροπολίτη Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα Κοντομίχαλου. Δείτε και διαβάστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Τση Κυράς τση Δραπανιώτισσας,
τση Γεφυροπερπατούσας
(Μέρος από παλιά δημοσίευση)
Τις 24 Σεπτεμβρίου σύμφωνα με το εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας εορτάζει η «Παναγία η Μυρτιδιώτισσα».
Η εορτή της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας στην Κεφαλονιά εορτάζει στον Ιερό Ναό του Αγίου Διονυσίου στο Δράπανο, όπου και λέγεται και ναός της Δραπανιώτισσας. Στέκει δίπλα στο νεκροταφείο του Δραπάνου η εκκλησία της «Δραπανιώτισσας» μ’ όλο το κτηριακό της συγκρότημα και με τ’ όμορφο ανακατασκευασμένο καμπαναριό της.
Η εκκλησία άρχισε να κατασκευάζεται γύρω στα 1813 κοντά δε στο ναό υπήρχε ένας μόλος που λεγόταν «ο μόλο της Παναγίας».
Σύμφωνα με τον ιστοριοδίφη Ηλία Τσιτσέλη,ο αρχιδιάκονος της Επισκοπής Κεφαλληνίας Σπυρίδων Δεφαράνας στις 22 Ιουλίου του 1812 υπέβαλλε αίτηση που απέτεινε στο γραφείο της Επισκοπής για την ανέγερση του Ιερού Ναού.
Η οικοδόμηση του ναού άρχισε αμέσως, έπειτα από τη θετική απόφαση του τότε αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης, Ιωαννίκιου Άννινου.
Τη θεμελίωση έκανε η μοναχή Κωνσταντίνα Χαλικιά χήρα Αναστασίου Κλαδά, που ήταν και η κύρια χρηματοδότης του έργου, αφού για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποίησε όλη της την περιουσία, 351 γρόσια, δίνοντάς τα στον τεχνίτη Τουμάζον Ζακυνθινόν.
Η μοναχή εκτός από την χρηματική της περιουσία έδωσε στον ναό και δύο εικονίσματα ένα που «τυχχάνουσι συλλήβδην εζωγραφισμένοι οι άγιοι Νικόλαος, Σπυρίδων, Βαρβάρα και Σάββας» και την εικόνα που παριστάνει «την Θεομήτορα ως ελεούσαν του Κύκκου.
Υπάρχει και η παράδοση, πως η εικόνα της Παναγίας την έφερε από τα Κύθηρα η μοναχή Κλαδά, όπου και ασκήτευε πρωταρχικά στο εκεί μοναστήρι της Μυρτιδιώτισσας ή κατά άλλους μπορεί να είχε μεταβεί ως προσκυνήτρια σε αυτό το μέρος και να έφερε την εικόνα.
Στην αρχή η εικόνα είχε τοποθετηθεί στον Ναό του Αγίου Ελευθερίου, ναός που στο κελί του ασκήτευε η μοναχή Κλαδά και τελικά κατέληξε σύμφωνα με την διαθήκη της, στο ναό του Δράπανου. Βέβαια η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Άγιο Διονύσιο της Ζακύνθου και τα εγκαίνια του ναού έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες πραγματοποιήθηκαν στις 30 Νοεμβρίου 1836.
Η πρώτη λιτανεία πρέπει να ήταν μια αυθόρμητη έκφραση και συννενόηση των πιστών, που σήκωσαν το θρόνο και τον πήγαν έως την Κολόνα της Γέφυρας. Από το 1855, σύμφωνα με τον Αγγελο-Διονύση Δεμπόνο, η πομπή της λιτανεία της θα φθάσει στο Αργοστόλι.
Κατά καιρούς το τελετουργικό της εορτής, το οδοιπορικό της λιτανείας, και τα γλέντια που γίνονταν ιδίως κατά την ολονυχτία της εορτής, «δημιουργούσαν» στην κοινωνία του Αργοστολίου διαμάχες και ευτράπελα..
Τα πυροτεχνήματα θα ξεκινήσουν να γίνονται από το 1840 από τα χέρια και την τέχνη κάποιου Βάλσαμου κι αργότερα από τον Ιταλό πρόσφυγα Έκτορα Φρεσκέτη, που ήταν ονομαστή η επιτηδειότητά του σε αυτά.
Τα πυροτεχνήματα τα τοποθετούσαν στον λοφίσκο απέναντι από την εκκλησία ή στο απέναντι πλάτωμα για να φαίνονται στα γύρω χωριά και στο Αργοστόλι. Τα παράγγελνα ιδιαιτέρως στην Ζάκυνθο. Πολλές φορές οι επίτροποι διαφωνούσαν για την ώρα που έπρεπε «να πέσουν οι ροδέλες», έτσι ονομάτιζαν τα πυροτεχνήματα. και ο λόγος ήταν, γιατί ο καθένας είχε και διαφορετική άποψη. Κάποιοι που έδειχναν πιο αλέγροι και γλεντζέδες προτιμούσαν να καούν τα πυροτεχνήματα κατά την ολονυχτία, όταν το κέφι, ευθυμία και το γλεντοκόπι είχαν κορυφωθεί.
Ο σατιρικός ποιητής Μολφέτας, σχολιάζει όλα εκείνα που συνεβαίνανε από την εμφάνιση του κόσμου έως και το γλέντι που γινόταν πάνω στα μνήματα μέσα στους θαυμάσιους στίχους του.
Στολίζονται και πάνε στην Δραπανιώτισσα
και μπήκα μέσ’ τ’ ασκέρι και το ερώτησα
και είπα με απορία σε κόσμου κύματα
«Πως έχετε κουράγιο μπροστά σε μνήματα
μπροστά σε πεθαμένους πού τούς γνωρίζετε
να τρώτε, να μεθάτε και να ντρεκλίζετε;
Σερνικοί και θηλυκοί μέσα σε αυτό το πανηγύρι έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν λίγο πιο έξω από το Αργοστόλι, τα αισθήματά τους και τις γλεντζέδικες ερωτικές τους βλέψεις και καμώματα. Άραγε, ήταν το κλίμα της εποχής ή οι εκφράσεις μιας καταπιεσμένης κοινωνίας που σε ένα τέτοιο χώρο που φιλοξενεί δίπλα του το κοιμητήριο, να συμβαίνουν τέτοια καμώματα. Μας το βεβαιώνει στιχουργικά και πάλι ο Μολφέτας.
Τι θόρυβος τι πράματα
τι γλέντια και τρεχάματα
των φύλων αμφοτέρων
στους τάφους των πατέρων
Κάθε χρόνο οι επιστάτες του κοιμητηρίου ακολουθώντας τη συνήθεια των παλαιοτέρων επιστατών, από μέρες προετοιμάζονται για την ιερά πανήγυρη.
Μετά τον εσπερινό και τη θεία Λειτουργία της εορτής κατά το απόγευμα, η εικόνα λιτανεύται από τον ιερό ναό του Δραπάνου, περνάει τη γέφυρα, συνεχίζει την παραλιακή οδό και φτάνει στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, τίθεται σε προσκύνημα, ενώ παλαιότερα αυτό γινόταν στον Μητροπολιτικό Ναό του Σωτήρος και μετά από 10 ημέρες θα επιστρέψουν το θρόνο της Δραπανιώτισσας στο ναό της.
Υπάρχουν παλαιότερες περιγραφές για το πώς γιορταζόταν με λαμπρότητα αυτή τη γιορτή. Το 1901 έριξαν, «κάηκαν» στην κεντρική πλατεία του Αργοστολίου πυροτεχνήματα για να την «γιορτάσουν με κέφι».
Στο πέρασμα της εικόνας απ’ τους δρόμους του Αργοστολίου, οι οποίοι ήταν πεντακάθαροι, έριχναν δαφνόφυλλά και οι κωδωνοκρουσίες και τα σαμάκια ήταν ασταμάτητα. Δεν έλλειπε το λιβάνι και το σταυροκόπημα στο πέρασμα του θρόνου της Δραπανιώτισσας, εκφράσεις πίστης και λατρείας. Παλιά η λιτανεία ξεκινούσε στις πέντε με έξη το απόγευμα και έμπαινε στο Σωτήρα γύρω στις οκτώ. Υπέροχα σχολιάζει ο Μολφέτας στο «Ζιζάνιον» το πανηγύρι της Δραπανιώτισσας, όπου μας ενημερώνει για κάποιον που είχε ξετρελαθεί για το ωραία γυναικεία κορμιά που έβλεπε στη λιτανεία.
Μες’ της Παναγίας τ’ αναμπουλίκι,
να και το «Ζιζάνιον» μέσ’ στο γενετίκι,
τον παππά φοβότουνε μην τον αφορέση,
κι’ έτρεχε κι ετρύπωσε μέσα στο βελέσι,
και χωσμένο έδεκει μέσα στα καμούφα,
το γυναικείο άρωμα διαρκώς ερούφα.
Έβλεπε κι’ ελάγκευε τα κορμιά τ’ αφράτα
όπως τα χλωρόψαρα πεινασμένη γάτα.
Έβλεπε τα πρόσωπα τα πουρβερωμένα,
τα μαλλιά τα ξέξανθα τα κατσαρωμένα,.
Έβλεπε τ’ ακάθαρτο και το πονηρό,
το μαλλί, το ξέξανθο και το κατσαρό.
Κι’ αλληνής το μάγουλο κι’ αλληνής τη μύτη,
κι όχι την κατάνυξι του Αρχιμανδρίτη.
Χρόνια Πολλά και Καλά φίλοι Αργοστολιώτες!