Ενα «μότο» που εξακολουθητικά επαναλαμβάνεται στις σελίδες του τελευταίου βιβλίου της ξεχωριστής συμπολίτισσάς μας, γνωστής αγαπημένης ζωγράφου Πολύμνιας, που κυκλοφόρησε ετούτες τις ημέρες και είχα τη χαρά να είμαι- χάρη στην ίδια που την ευχαριστώ- από τους πρώτους αναγνώστες του.
Ένα μότο –διαπίστωση- που έδωσε το ερέθισμα στη συγγραφέα να συγγράψει ό,τι εμείς, οι τυχεροί αναγνώστες απολαμβάνουμε εντρυφώντας σε αυτή τη γραφή.
Χρησιμοποιώ το ρήμα «εντρυφώ» γιατί δεν πρόκειται για ένα εύπεπτο, έστω καλογραμμένο λογοτέχνημα που ικανοποιεί έστω τον απαιτητικό αναγνώστη, αλλά για ένα βιβλίο πυκνού και έντονου προβληματισμού που τον παρασύρει να συσκεφτεί με τη συγγραφέα- μια συγγραφέα που είναι «μέσα σε όλα» κι έχει για όλα άποψη- και πολλές φορές να αγανακτήσει, να οργισθεί, να συγκινηθεί ή να βουρκώσει μαζί της.
Δεν λέω τυχαία αυτό το μαζί της.
Γιατί, ακόμη και τώρα που τελείωσα την ανάγνωση κι ένιωσα την ανάγκη να αραδιάσω τις αράδες αυτού του αδέξιου κειμένου μου, νιώθω μέσα μου εγκατεστημένο ένα δυσχερώς προσδιοριζόμενο συναίσθημα, μια «επίγευση» θα έλεγα πνευματικής ηδονής που κάνει το μυαλό μου να στριφογυρίζει τόσο γύρω από όσα η ίδια μας λέει, επικεντρωνόμενη ειδικά στην κρίσιμη συγκυρία και όχι μόνο σε αυτήν, αλλά και σε όσα μας θυμίζει ή μας μαθαίνει – και μας μαθαίνει πολλά- ότι είπαν και έκαναν οι αντιπροσωπευτικότεροι εκπρόσωποι της ιστορίας του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού της ανθρωπότητας.
Μου συμβαίνει δηλαδή ό,τι περίπου και στην ίδια όταν κι εκείνη διαβάζει και βεβαίως το λέει επιδέξια.¨ «Γίνομαι συγκάτοικος στον κόσμο του συγγραφέα, ζω μαζί του με τις αγωνίες, τις ελπίδες, τις σκέψεις του και τον εγκλωβίζω στο δικό μου μυαλό.»
Στέκομαι για λίγο στις πάμπολλες φορές που η ηρωίδα, η Μέλπω, ψάχνει τον εαυτόν της, αξιολογεί και κρίνει τη ζωή της που επιμένει να συνεχίζεται, ιδιαίτερα τους έρωτές της, τις επιτυχίες και αποτυχίες της.
Τις φορές κυρίως που ψέγει εαυτόν όταν φορτώνει τις τελευταίες σε λάθη δικά της.
Είναι οι φορές που ο αναγνώστης ταυτοποιείται μαζί της και είναι τέτοιο το προκαλούμενο ενδιαφέρον του, που αναβάλλει συνεχώς την διακοπή της ανάγνωσης. Μέχρι να ανακαλύψει ο ίδιος μέσα στο εσωτερικό δικό του «άβατο» ότι επιμελώς μια ζωή κρύβει από τον ίδιο τον εαυτό του ή δεν τολμά, όπως κάνει η ηρωίδα, να ομολογήσει.
Πρόκειται για μια συναρπαστική και γοητευτική έρευνα, σκοπός της οποίας είναι η αυτογνωσία, όχι τόσο σαν «γνώθι εαυτόν», αλλά σαν ερμηνεία του υπαρκτού. Του είναι και του κόσμου μας.
Ενός κόσμου που, όπως αλλού στο βιβλίο αποδεικνύεται, δεν συγχωρεί την ποιότητα. Η συγγραφέας το λέει αλλιώς.
«Οι άνθρωποι είμαστε μικροί και δεν μπορούμε να ανεχτούμε τις διαφορές».
Τις διαφορές προφανώς, που ξεχωρίζουν τους ικανούς, τους επιδέξιους, τους άριστους, όταν εμείς, διαθέτοντας την στοιχειώδη ευφυΐα, διαπιστώνουμε ότι δεν ανήκουμε σε αυτούς.
Και συνεχίζοντας τη λειτουργία του μυαλού μου την προκληθείσα από την προειπωθείσα «επίγνωση», συμπληρώνω.
Γι αυτό κυριαρχεί στον κόσμο μας η μετριότητα η οποία, όπως και η ζωή, επιμένει να συνεχίζεται, αναπαραγόμενη από τους μέτριους ενδιαφερόμενους.
Το κακό είναι ότι αυτή η μετριότητα έχει καταντήσει να είναι για όλους μας απαραίτητη, όχι μόνο για την απλή επιβίωσή μας, αλλά κυρίως για την απόκτηση κοινωνικής αναγνώρισης και υλικών αγαθών.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά πάνω σε αυτό, αλλά το θέμα μου είναι το βιβλίο της φίλης Πολύμνιας το οποίο εμπεριέχει ανεξάντλητο πλήθος ερεθισμάτων σχολιασμού.
Παρότι κι εγώ, ως άτομο, διακατέχομαι από ό,τι στις γραμμές του κειμένου αναφέρεται σαν «θωρακισμένη μοναχικότητα και θηριώδης ανάγκη για επικοινωνία» και με απασχολούν καταστάσεις και ερωτηματικά παρόμοια με εκείνα που ταλανίζουν τις σκέψεις της ηρωίδας, θα περιοριστώ στο τέλος του βιβλίου, ιδιαίτερα στα κεφάλαια για τον ¨Ελληνα «παππού» που μου θίξανε χορδές οι οποίες παίξανε μέσα μου μια υπερκόσμια μουσική. Του παππού που, ενώ από στιγμή σε στιγμή περίμενε το τέλος του, έβλεπε μια καινούργια ζωή να ανατέλλει μπροστά του. Που ήθελε, καταργώντας την επιμονή της ζωής, να ζήσει το ΤΩΡΑ που απομένει.
Την κατάργηση, με άλλα λόγια, εν ριπή οφθαλμού του σφαγείου του χρόνου του Φίλιπ Ροθ. Η την διεκδίκηση, με τρόπο τραγικό της διεκδίκησης της ζωής να συνεχιστεί.
Και δεν μπορώ να μην σημειώσω τελειώνοντας ετούτη τη γραφή μου, τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίο εδώ,ανάμεσα σε υπαρξιακές σκέψεις, φαινομενικά άσχετες, η συγγραφέας πλέκει το εγκώμιο της χώρας μας και του εκτυφλωτικού της φωτός, προφανώς εκείνου του «οικουμενικού» που «άρμεγε με τα μάτια του» ο ήρωας του Νομπελίστα ποιητή μας.
Μιας χώρας –πατρίδας της πολυεπίπεδης κρίσης που διώχνει τα παιδιά της σε σκοτεινές κι ανήλιαγες χώρες, αναιρώντας κάθε όνειρο και προσδοκία τους.
Αλλά, να τα λέμε κι αυτά, το εγκώμιο της γυναίκας, τον ύμνο στο «Ωραιότερο πλάσμα της γης».
Και επειδή όπως λέγανε οι Λατίνιοι, «FINIS GORO-NAT OPUS», το βιβλίο της Πολύμνιας με έκανε κοινωνό μιας μυσταγωγίας ευαισθησιών, τέτοιας που σήμερα σπανίζει στα ελληνικά αναγνώσματα.