Απαιτητική όλο και γίνεται η ζωή και παράλληλα μεγαλώνει η ποικιλία μας στις αναζητήσεις, στις εκφράσεις, στις απαιτήσεις και απλά συγκρατιόμαστε, αν έχουμε λίγο σφυρηλατήσει τον εαυτό μας με αξίες, για να μην «φάει» ο ένας τον άλλον. Και κατά πως ήταν η εφηβεία μας, πορευόμαστε το υπόλοιπο της ζωής μας.
Μα κείνο που μετρά πιο πολύ, είναι να τα έχουμε βρει με τον εαυτό μας, να τον έχουμε αποδεχτεί και να μπορούμε να «δαμάσουμε» τη φύση μας ή καλύτερα να την εναρμονίσουμε με το κοινωνικό σύνολο που ζούμε, που συναναστρεφόμαστε. Ωστόσο, το διαφορετικό μας εξάπτει τη φαντασία μας και το πολεμάμε, το κατηγορούμε, το αντιμαχόμαστε, το αποδεχόμαστε ή και ακόμα το βλέπουμε με οίκτο και πόνο, στο βάθος, αν και δεν το ομολογούμε, το διαφορετικό το θέλουμε, γιατί αυτό μας οριοθετεί!
Αυτό -«Το μωρό του Θεού..», όπως απλά η θρησκεία μας το λέει, είναι ανώτερο από εμάς, γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τον εαυτό μας μέσα από αυτό. Γίνεται καθρέπτης μας, και γι’ αυτό… το πολεμούμε. Βλέπει η ψυχή και η εσώτερη νόηση τα ενδόμυχα της ύπαρξης. Η ψυχή θυμώνει, ενώ η εσώτερη νόηση γιομίζει κρυφές σκέψεις και επιθυμίες. Ακριβώς αυτό, -Το Επιθυμίες-, Επί του Θυμού δηλαδή, θα πει ότι κάτι έχει μείνει πίσω και θέλουμε να το ξαναδούμε, να το ξαναζήσουμε και εκεί είναι που όλα μπερδεύονται τις περισσότερες φορές, όταν δεν βάζουμε αυτές τις Επιθυμίες σε τάξη, σε σειρά, σε έλεγχο.
Σε έναν τέτοιο κόσμο, ανάμεσά μας ήρθε και πέρασε από το Ληξούρι και μια μορφή ονομαστή, ο Βαγγέλης Κουρούκλης, ο Κακούγιας όπως ήταν το παρανόμι της οικογένειά του. ( Γεννήθηκε 5-5-1908 και πέθανε στις 12-9-1992 Ληξούρι).
Μικρόσωμος, σπιρτόζος με βλέμμα δυνατό και κινήσεις νευρικές. Μορφώθηκε στη ζωή του, πέρασε από το σχολαρχείο, ήξερε γράμματα και καλά γράμματα. Η εποχή του δύσκολη, πέτρινη στην ανθρώπινη υφή της, μα ο Βαγγέλης έμαθε αυτό που μπορούσε.
Στράφηκε προς το εμπόριο και έκανε προπολεμικά ένα μαγαζί παντοπωλείο, αλλά και δούλευε αργότερα σε μαγαζί και συνδιαλεγόταν καλά και όμορφα με τον κόσμο. Όταν αυτό έκλεισε, ο Βαγγέλης άλλαξε πορεία στη ζήση του. Είπε να ζήσει ελεύθερος, να ζήσει μόνο του, να δει τον κόσμο αλλιώς, να μην υποταχτεί στις συφιλιασμένες νόρμες μιας κοινωνίας, που όλο και πάλευε στα χρόνια του, να αποτινάξει τους σκοτωμούς και τις κραυγές του Πολέμου και του Εμφυλίου.
Στράφηκε έντονα προς το θείο. Σημαντικό αυτό. Αν κάποιος ακολουθήσει τα μοναχικά βήματα του θείου, μηδενίζει το σώμα και η πλάστιγγα των συναισθημάτων αλαφραίνει στην ένταση, γίνεται η ψυχή πιο υποτακτική στην υπακοή.
Αν ασυνείδητα πλευρίσει την επικοινωνιακή θρησκευτική οδό, τότε χωρίς να το ξέρει βρήκε το αποκούμπι του, γιατί πρωτίστως δεν έζησε την αγάπη και την φροντίδα του πατέρα. Τότενες, η θρησκεία αντικαθιστά χωρίς να το γνωρίζει, τον πατέρα γονιό.
Ο Βαγγέλης Κουρούκλης, ο Κακούγιας, μάλλον να ανήκει στη δεύτερη περίπτωση, και έγινε παπαδάνθρωπος, όπου το εκκλησιαστικό κείμενο τον ενθουσίαζε, τον τοποθέτησε και αυτός το υπηρέτησε ψαλτικά.
Ένα σπίτι κατάφορτο από τζάντζαλα, ασοβάτιστο, με κουτσοπαράθυρα, με τέσσερα δωμάτια κι έναν διάδρομο, ήταν όλο το σκηνικό που τον έκλεινε τις νύχτες και που ο κρύος αέρας μπαινόβγαινε σφυρίζοντας στα γυμνά όνειρά του.
Το προσόν του Βαγγέλη ήταν, πως δεν απομακρύνθηκε από την κοινωνικότητα, δεν αλάργεψε από τις επαφές του, ίσως γιατί αυτός είχε την κοινωνικότητα στη διάνοιά του, λέγοντας συχνά, πως, « όλοι χρειάζονται».
Ήταν θεληματάρης, εργατικός της στιγμής, και αντιμετώπιζε με φιλοσοφία την κάθε πίστη του και πράξη του. Όπλο η σπιρτοσύνη που είχε διάχυτή στο σώμα του, στο είναι του, και η δυνατή του παρατηρητικότητα.
Πολλές φορές τον συναντούσαμε στο δρόμο με το ποδήλατό του. Τολμούσε να κάνει βόλτα, να πηγαίνει στη δουλειά που ήθελε ή να πάει κάπου, που ξαφνικά του έμπαινε στο μυαλό. Κάποιες φορές, παρέες Ληξουριωτών, ή κάποια συγκεκριμένη παρέα… τον πείραξε φωνακτά… «Βαγγέληηηη Βαγγγέληη…» του φώναζαν κι αυτός πάνω στο ποδήλατο όπως ήταν, άπλωνε τα χέρια και έκανε το αεροπλάνο από τη μια μεριά του δρόμου στην άλλη.
Εμείς απλά κοιτάζαμε. Αυτός όμως ήταν ο καθρέπτης μας! Ξέραμε πως υπήρχε και αυτός ο ανθρώπινος τύπος, του -Σαλού Κοινωνικά-. Πώς τη θυμάμαι τη στιγμή, που παιδάκι όπως ήμουν, ερχόμενο από την αγορά προς τα βόρεια του Ληξουρίου, ο Βαγγέλης κατέβαινε με τα χέρια απλωμένα, το σώμα του σταυρός, η φωνή του βούιζε και κινείτο σε τεθλασμένη πορεία κάνοντας το αεροπλάνο!
Εμείς που κάναμε τους νοήμονές, τους αθώους, τους ξαφνιασμένους και τους «γερούς στο μυαλό», εύκολα λέγαμε την κουβέντα μας. Όμως, εκείνος μας διοικούσε εκείνη τη στιγμή, γιατί ήξερε ο Βαγγέλης ενδόμυχα πως, είναι δυνατός όσο εμείς είχαμε άγνοια τι σκεφτόταν, τι τον οδηγούσε. Ένιωθε αδύνατος πριν ξεκινήσει τη φόρτισή του σε πράξη, γιατί καταλάβαινε πως ήταν αδύνατος, όσο πίστευε πως εμείς είμαστε δυνατοί. Κι έπειτα η αδυναμία του γινόταν δύναμη στην ψυχή του. Ο Βαγγέλης «μας νικούσε» με τον τρόπο του.
Παράλληλα με όλη αυτή του την ιδιόμορφη για εμάς, εικόνα του, ο Βαγγέλης Κακούγιας πάγωνε ποιητικά τα παλιά του βιώματα και τα έκανε ποιήματα, που σήμερα τα θεωρούμε λαογραφικά και τροβαδούρικα. Ναι , ο Βαγγέλης ήταν ένας τροβαδούρος που μπορεί να μην πήρε την κιθάρα του, αλλά δημιούργησε μια δική του ταυτότητα μέσα από τις παλιές και εσώτερες ανησυχίες της βιωτής του, μέσα από τα δικά του καμώματα και συμβάντα.
Μέσα σ’ όλο αυτό το πλάνο του δικού του κόσμου, συχνά τον επισκεπτόταν η μνήμη του και επαναλάμβανε τα τραγουδοποιημένα του συμβάντα και τα έλεγε χαριτολογώντας στους φίλους του, στους περίεργους επισκέπτες.
Μας άρεσε πολύ η προσωπικότητα του Βαγγέλη Κακούγια στους Ληξουριώτες, γιατί τον είχαμε ως σημείο εσώτερης αναφοράς, χωρίς να τον «αποδεχόμαστε». Αν ήταν συγγενής μας θα τον είχαμε απορρίψει. Τον αποδεχτήκαμε γιατί ήταν ο «σιωπηλός καθρέπτης μας, και τον θυμόμαστε για τις φιλοσοφικές του σκέψεις, για την θρησκευτική ψαλτική του «εξυπηρέτηση», για το χιούμορ του, για τη συμμετοχή του στα καρναβάλια, για τον τρόπο που ο ίδιος εκφραζόταν και τόσα πολλά, που δεν χωρούν σε τούτη τη σελίδα.
Θα αποφύγω τις αναλύσεις και τα ιστορικά των ποιητικών του πονημάτων, τα οποία είναι πάνω σε προσωπικά του γεγονότα και κάποια σε κοινωνικές ευτράπελες στιγμές του Ληξουρίου. Ένα από τα χειρόγραφα του (Αρχείο Γερ. Σωτ. Γαλανού) δημοσιεύεται στην Εφημερίδας «ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ» Ληξούρι 2023, με την ελπίδα κάποια στιγμή να κυκλοφορήσει μια μεγάλη γραπτή αναφορά για τον αξέχαστο τροβαδούρο Βαγγέλη Κακούγια.
Στα 1992 ο Βαγγέλης Κακούγιας, τον Σεπτέμβρη μπήκε στο Μαντζαβινάτειο Νοσοκομείο από ένα κρύωμα. Τον επισκέφτηκα, μιλήσαμε, τον ηχογράφησα, μου έγραψε ποιήματά του σ’ ένα τετράδιο.
Πριν φύγω, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε, πάρε αυτό, κρύβει κάτι… Αυτό το κάτι θα βρει τη δική του τοποθέτηση στο μέλλον..! Στάθηκε έκπληξη για μένα, το περίμενε η ψυχή μου, και όπως του υποσχέθηκα… θα’ ρθει η ώρα της φανέρωσή του…
Πήρα να φύγω αφού τον αγκάλιασα και του είπα πως, θα τον δω μετά από λίγες μέρες, όταν γυρίσω από το ταξίδι μου στην Αθήνα. Έπειτα από μια βδομάδα είχε φύγει από τη ζωή. Ζήτησα να μάθω αν κάποιος τον θυμήθηκε και τι συνέβη, γιατί ενώ πήγαινε καλά, ξαφνικά υποτροπίασε και πέθανε. Στην κηδεία του δεν κύλησε δάκρυ, ούτε «αλλοίωσε» τη σκέψη του για τον Βαγγέλη Κακούγια κανείς ιδιαίτερα. Λίγοι άνθρωποι στην εξόδιο ακολουθία του, μετρημένοι στα δάχτυλα. Αυτό ήταν υπέροχο για την ψυχή του, γιατί δεν είχε καμιά δέσμευση με τα κοινά, τα δικά μας τα φορτωμένα με άγχος και στρες… κι έτσι ο Βαγγέλης πέρασε στην αιωνιότητα και στη ζήση όσων τον γνώρισαν.
Είναι Ταμείο Ψυχής κάποιος να επιστρέψει ένα χνάρι του, απλά για να στεριώσει μια τροβαδούρικη αναφορά του Ληξουρίου, που πέρασε ιδιόρρυθμα, κραυγαλέα και υπηρέτησε χωρίς να το ξέρει, χωρίς ματαιοδοξία το Είναι του.