ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ

Χρόνια πολλά, καλές Γιορτές και πάμε…

Σκεφτόμουνα μούρθε στο νου και είπα ας το γράψω.

Οι αποδέκτες του πολλοί, όπου σταθώ και ψάξω.

Βοήθησε κι’ ο Πάγκαλος «όλοι τα φάγαμε μαζί»,

άλλος πιο λίγο, άλλος πολύ, ρημάξαμε το μαγαζί.

***

Εχουμε φύγει αγαπητοί, απ’ την σωστή τη ρότα,

το πλοίο που το λεν «ΕΛΛΑΣ», βαδίζει δίχως φώτα.

Χάθηκε το φιλότιμο και τα μυαλά, στην τσέπη

κι’ από την κοινωνία μας, το τι πρέπει, τι δεν πρέπει…

***

Δεν έχει θέση εντολής και μάλλον μας προτρέπει,

να πάμε πίσω στα παλιά και τι, στο μέλλον πρέπει.

Διαβάζεται απ’ αριστερά, μα κι’ από δεξιά του

κι’ έτσι ο καθείς μπορεί να βρει, τα κατορθώματά του.

***

Χρονιάρες μέρες φίλοι μου και δεν ταιριάζει η γκρίνια,

μα είναι αναπόφευκτη, με τόσα χρόνια γκρίνια…

Θέλω να μπω για ένα κερί, μα μπρος μου θα βρω φάτσες.

λιμοκοντόρους στελιαστούς και στρουμπουλές κυράτσες.

***

Θα κάμω πίσω ολοχατώς και θα σταθώ στη βρύση,

να ρίξω μπόλικο νερό, κι’ ίσως να καθαρίσει,

τ΄ αρρωστημένο μου μυαλό και πάψει να σκαλίζει,

γιατί ο γιαλός, «διόλου ΣΤΡΑΒΟΣ», αυτό στραβά αρμενίζει.

***

Δεν ξέρω αν σας έδωσα σαφή και πλήρη εικόνα,

ρετάρει η δόλια η μηχανή, με πείνα και χειμώνα.

Αφήνουμε τον πρόλογο και μπαίνουμε στο θέμα.

Ευπρόσδεκτη η επίπληξη, αν βρείτε κάποιο ψέμα.

***

Χριστούγεννα γιορτάζουμε, σίγουρα από συνήθεια,

γιατί δεν ενστερνίθηκαν σωστά, διδάγματα κι’ αλήθεια…

Σε ΦΑΤΝΗ εγεννήθηκε, μία καρδιά μεγάλη,

μ’ αγνή ψυχή και στο μυαλό, όλα της γης τα κάλλη.

***

Φτωχοί, αγνοί και ταπεινοί, γεμάτοι καλοσύνη,

την φάτνη επιλέξανε, εκεί βρήκανε ζεστασιά μα και εμπιστοσύνη.

Γιατί, οι κρατούντες μοχθηροί, κτήνη με δύο πόδια,

μισούν βαθιά τους γνωστικούς, την βρίσκουν με τα «βόδια».

***

Δεν είχε λόγχες και σπαθιά και κοφτερά μαχαίρια,

μα μ’ έναν λόγο πειστικό, μιαν αγκαλιά πολύ ζεστή και μ΄ απλωμένα χέρια,

για αδελφοσύνη μίλησε, για αγάπη, για ειρήνη,

που σαν σαΐτες κοφτερές, κτυπούσανε τα κτήνη.

***

Δεν κουβαλούσε άρματα, ούτε σπαθιά, μηδέ λόγχες ξίφη,

μόνο με λόγια αληθινά και με γλυκό χαμόγελο ξεσήκωσε τα πλήθη.

Κοντά στον κάθε δυστυχή, φτωχό και καταφρωνεμένο,

γνωρίζοντας, πως μ’ όλα αυτά, κοντράρει το γκουβέρνο.

***

Τα ΄βάλε με τους ισχυρούς και με τους ποστιαγμένους,

κ’ αγκάλιασε τους ταπεινούς, τους μη προσκυνημένους.

Μα οι του γκουβέρνου, αδίσταχτοι και αιμοδιψείς, λακέδες,

όλοι χωρίς διάκριση, κοινωνικά απόβλητοι και ιστορικοί λεκέδες.

***

Στον Γολγοθά του έστειλαν, με τον σταυρό στον ώμο,

και άρον, άρον ουρλιάζαν, σαν σκύλοι δρόμο, δρόμο,

υπάνθρωποι, καθάρματα, ρουφιάνοι και χαφιέδες,

αρματωμένοι απ’ τις «αρχές», δίκοχα και μπερέδες…

***

Και του χρόνου νάμαστε καλά μα,

ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ