«Ο γλάρος που πετούσε περίεργα». Το νέο μυθιστόρημα του Θεοδόση Μοσχόπουλου, εκδόσεις “Οσελότος”

Ο Θεοδόσης Μοσχόπουλος, φιλόλογος και καλός δοκιμιογράφος, έρχεται και πάλιν στον χώρο της λογοτεχνίας, με το έβδομο, κατά σειρά, πόνημά του, με το μυθιστόρημα “Ο γλάρος που πετούσε περίεργα”, εμπνευσμένο, όπως ο ίδιος σημειώνει, από το πολυδιαβασμένο έργο του Ρίτσαρντ Μπαχ “Ο γλάρος του Ιωνάθαν”.

Πρόκειται για μυθιστορηματική σύνθεση, που μοιάζει με παραμύθι, ένα παραμύθι για μικρούς και για μεγάλους. Έτσι, εξάλλου, το βαπτίζει κάπου ο ίδιος. Κι όπως τα παραμύθια έχουν τον συμβολισμό τους, το απαιτούμενο παιδευτικό μήνυμά τους στον αναγνώστη, έτσι και ο γλάρος του Θεοδόση Μοσχόπουλου, ο γλάρος “που πετούσε περίεργα”, μεταβάλλεται σε φορέα πολλών υψηλών μηνυμάτων με κορυφαίο, βέβαια, την έννοια της Ελευθερίας.

Ο γλάρος “που πετούσε περίεργα” τον οποίο ο συγγρ. τον βαπτίζει Θόα, συντρίβει τα δεσμά της κανονικότητας της ζωής των γλάρων, πετά σε μεγάλα ύψη, κυρίως ακροβατεί τη νύκτα, νοιώθει την ελευθερία στον χώρο των άστρων, αναζητώντας το άγνωστο πεπρωμένο του. Οι επικίνδυνες ακροβασίες, οι αδέσμευτες, απόρροια μιας εσωτερικής έμμονης πάλης κατά του κατεστημένου, της κανονικότητας των άλλων γλάρων, παρέχουν σταδιακά το ζητούμενο, το εκάστοτε “νέο” που εμπλουτίζει τη ζωή, σημαδεύοντας το αιώνιο νόημά της.

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Ο συγγρ. του μυθιστορήματος εμπλουτίζει τον στόχο του θέτοντας πλάι του, σε ερωτική διάσταση, μια γλαρίνα, την Ωκυπέτη. Μεθοδικά της εμπνέει το πάθος για τον αγώνα της ζωής, την αναζήτηση του “νέου”, που πάντοτε εμπεριέχεται στις επικίνδυνες ακροβασίες ενός γλάρου, τις επικίνδυνες ακροβασίες της ζωής. Αλλά η πλοκή του μυθιστορήματος απαιτεί τον φόβο αρχικά της Ωκυπέτης, τον φόβο του πρωτόπειρου, αλλά ταυτόχρονα απαιτεί και τη νίκη. Και στο ερώτημα του πατέρα της, του Γλαυκία, αν δεν φοβάται , η Ωκυπέτη απαντά με τη χαρά αυτής της νίκης: «Φοβήθηκα στην αρχή [ …]. Τώρα χαίρομαι όταν μου δίνεται η ευκαιρία να πετάξω με τη νυχτερινή αποκοτιά». Και συνεχίζοντας στις πατρικές ερωτήσεις η Ωκυπέτη αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό κάθε αγώνα προς τον στόχο, πέρα από την κανονικότητα: «Ο Θόας μπορεί να πετάει περίεργα, αλλά χαράζει στους αιθέρες ένα δρόμο πρωτόγνωρο κι όποιος πετάει μαζί του γαληνεύει, μεταμορφώνεται».

Ο συγγραφέας Θεοδόσης Μοσχόπουλος

Ωστόσο η πλοκή του μύθου απαιτεί σταδιακή την πορεία προς την κορύφωση. Οι ακροβασίες της Ωκυπέτης οδηγούν σε ατύχημα, στο θάνατό της. Στο συμβούλιο των γλάρων ο πρωταγωνιστής τους μυθιστορήματος καταδικάζεται, ως υπεύθυνος του ατυχήματος. Η ποινή είναι η εξορία, μακριά από τον χώρο του, από το Αιγαίο. Οδηγούμαστε στην τεχνική κορύφωση. Στην εξορία ο αγώνας για την έννοια της ελευθερίας συνεχίζεται. Η αντίσταση στο προσκήνιο. Μια αντίσταση οργανωμένη με στοχευμένο το ζητούμενο: την ελευθερία του. Κι ο μύθος: ο Θόας συνεργάζεται με άλλους εξόριστους, τους διδάσκει τον τρόπο και τον στόχο του αγώνα. Γίνεται δάσκαλος των εξόριστων γλάρων, που δώδεκα στον αριθμό (σημαδιακό κι αυτό;) τον αποκαλούν δάσκαλο. Κι εκείνος: «Απλώστε τα φτερά σας στον άνεμο που κατοικεί μέσα σας […]. Να είστε πάντα σε εγρήγορση [ …]. Να πετάτε επικίνδυνα και να μην φοβάστε τον κίνδυνο». Κι ο μύθος θέλει τους δώδεκα μαθητές να ξεσηκώνουν το πλήθος όλων των εξόριστων γλάρων. Η εμμονή στην αντίσταση κορυφώνεται, οι εξόριστοι γλάροι κατατροπώνουν τους “δεσμοφύλακές” τους. Η νίκη προς την ελευθερία, το κορυφαίο μήνυμα κλείνει το μυθιστόρημα: «πάνω από διακόσια γλαρόνια πέταξαν με μια κραυγή θριάμβου πάνω από ένα πάμφωτο πέλαγος και γέμισε ο ουρανός πάμφωτες φτερούγες». Εδώ τελειώνει το ωραίο παραμύθι για μικρούς και μεγάλους με ό,τι συνεπάγεται το μήνυμά του.

* τ. καθηγητής 

Πανεπιστημίου Πατρών