Ηταν μια περίοδος της ζωής του που ο Μπρούνο Μπερτόλντι πεταγόταν τις νύχτες από το κρεβάτι, έβγαινε μέσα στα άγρια μεσάνυχτα από το σπίτι και έτρεχε στους δρόμους. «Πάει, τρελάθηκε», έλεγε η σύζυγός του και αναλογιζόταν με τρόμο πώς θα μεγαλώσει τα τρία παιδιά τους. Ο Μπερτόλντι δεν είχε τρελαθεί, απλώς τον κατεδίωκε στον ύπνο του ο εφιάλτης της Κεφαλονιάς. Ακουγε την κραυγή «σκότωσέ τον, τι τον κοιτάζεις», στο όνειρό του εμφανιζόταν ο πανύψηλος άνδρας των SS να τον σημαδεύει και αυτός να τρέχει. Ωσπου, έντρομος, ξυπνούσε και συνέχιζε… το τρέξιμο στη γειτονιά του, στο νότιο, ιταλικό σήμερα, Τιρόλο.
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να απωθήσει από το υποσυνείδητό του τη φοβερή αυτή σκηνή, όπου ο Γερμανός στρατιώτης σηκώνει το αυτόματο για να τον πυροβολήσει αλλά… τον αναγνωρίζει και του χαρίζει τη ζωή. Οπως και τα όσα βίωσε στη συνέχεια στα γκουλάγκ του Στάλιν, όπου επέζησε και πάλι από καθαρή τύχη. Γλίτωσε, στην Κεφαλονιά έφαγε ρίζες δένδρων και ωμά βατράχια, στη στέπα της Σιβηρίας ήπιε τα ούρα του, είδε ανθρώπους να τρώνε ψόφια άλογα και ανθρώπους, αλλά άντεξε.
Και τα αφηγήθηκε όλα αυτά, στην «Κ» στην πόλη Μπολτσάνο, στη βόρεια Ιταλία, όπου τον συναντήσαμε, έχοντας γιορτάσει τα εκατό του χρόνια – ζωή να έχει. Ο Μπρούνο Μπερτόλντι είναι ο μοναδικός εν ζωή μάρτυρας της σφαγής της Κεφαλονιάς («Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι»), το φθινόπωρο του 1943, όπου οι Γερμανοί εξολόθρευσαν μια ολόκληρη ιταλική μεραρχία, τη γνωστή Ακουι, εκτελώντας εν ψυχρώ περισσότερους από 8.000 αιχμαλώτους. Δεν ήταν ο μόνος που επέζησε –γλίτωσαν γύρω στους διακόσιους– αλλά η σωτηρία του, όπως μας την εξιστόρησε, παραπέμπει σε αυτό που λέμε θαύμα.
Ο Λουίτζι Κόφλερ, στρατιώτης γερμανικού αποσπάσματος που κλήθηκε να τον πυροβολήσει, ένας Νοτιοτιρολέζος «οπτάντε» (το 1939 δόθηκε η δυνατότητα επιλογής στους γερμανόφωνους Νοτιοτιρολέζους αν θέλουν να μείνουν στο νότιο Τιρόλο και να γίνουν Ιταλοί υπήκοοι ή να το εγκαταλείψουν και να ζήσουν στα εδάφη του Γ΄ Ράιχ με γερμανική υπηκοότητα) ήταν ο άνθρωπος που τον άφησε να ζήσει και να το σκάσει.
Μπερτόλντι και Κόφλερ συνυπηρέτησαν το 1937 στον ιταλικό στρατό επί εννιά μήνες, εκπαιδευόμενοι ως τεχνικοί οχημάτων αλλά οι δρόμοι τους χώρισαν αργότερα, με τον Κόφλερ να επιλέγει τη χιτλερική Γερμανία και να κατατάσσεται στα SS. Τα έφερε η μοίρα ώστε να συναντηθούν ως μισητοί εχθροί στην Κεφαλονιά και εκεί, στην πιο κρίσιμη στιγμή για τον Μπερτόλντι, να υπερισχύσουν η γνωριμία, ο αλτρουισμός και η ανθρωπιά.
«Εβλεπα εφιάλτες τις νύχτες, ερχόταν στο όνειρό μου η σκηνή με τους Γερμανούς στον ελαιώνα. Εβγαινα από το σπίτι και έτρεχα γύρω γύρω», λέει ο Μπρούνο Μπερτόλντι στον Σταύρο Τζίμα.
Οι σχέσεις με τους ντόπιους
Ηταν Σεπτέμβριος του 1943. Ο Μουσολίνι είχε ανατραπεί, η Ιταλία υπό τον στρατηγό Μπαντόλιο πλέον είχε περάσει στην πλευρά των συμμάχων και για τον Χίτλερ έπρεπε, για επιχειρησιακούς λόγους, να εκκαθαριστούν άμεσα τα κατεχόμενα από τον στρατό των «προδοτών» Ιταλών Επτάνησα. «Μέχρι τότε περνούσαμε μια χαρά. Για εμάς ο πόλεμος ήταν σαν να μην υπήρχε. Μαθαίναμε για τις εξελίξεις στο ρωσικό μέτωπο, στην Αφρική, αλλά νιώθαμε ότι δεν μας αφορούσαν αυτά. Με τους Ελληνες του νησιού είχαμε θαυμάσιες σχέσεις. Γλεντούσαμε, είχαμε φιλενάδες, βοηθούσαμε κάποιους φτωχούς, ήμασταν ο στρατός της αγάπης», λέει γελώντας. Η μεραρχία Aκουι, στην οποία υπηρετούσε ο Μπερτόλντι ως οδηγός του στρατηγού Γκέντζι αρνήθηκε –όχι όλη– να παραδώσει τα όπλα και οι Γερμανοί αποφάσισαν να την αφανίσουν.
Επί μέρες το νησί είχε μετατραπεί σε κόλαση από τους βομβαρδισμούς των στούκας, τα κανόνια των πλοίων, τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των SS και της αιμοσταγούς μεραρχίας Eντελβάις που είχε καταφθάσει ειδικά για τον σκοπό αυτό. Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν ηρωικά, αλλά καθώς οι διοικητές της έβλεπαν ότι αποδεκατίζονταν και οι σύμμαχοι τους ξεκαθάρισαν πως δεν μπορούν να τους βοηθήσουν ύψωσαν στις 21 Σεπτεμβρίου λευκή σημαία. Και τότε άρχισε το μακελειό. Οι Γερμανοί βγήκαν παγανιά στις πλαγιές του νησιού και όποιον εντόπιζαν τον εκτελούσαν επιτόπου. Ο Μπερτόλντι διατάχθηκε να μεταφέρει τον Γκέντζι έξω από το χωριό Κουκουλάτα, όπου διέμεναν σ’ ένα απομονωμένο σπίτι ώστε να κρυφτούν αλλά και για να μη θέσουν σε κίνδυνο τους πολίτες. Ο κλοιός όμως είχε σφίξει και έπρεπε να φύγουν και από εκεί.
«Με διέταξε ο στρατηγός να βγω από το σπίτι να πάρω το αυτοκίνητο για να φύγουμε. Σε μικρή απόσταση όμως με εντόπισαν, πίσω από έναν τοίχο που είχα κρυφτεί, τρεις Γερμανοί. Οι δύο κρατούσαν κιβώτια στα χέρια τους και είχαν τα αυτόματα χιαστί στο στήθος, ενώ ο τρίτος είχε το όπλο στο χέρι. Σήκωσα ψηλά τα χέρια όπως με διέταξε και με πλησίασε έχοντας προτεταμένο το οπλοπολυβόλο».
«Σκότωσέ τον»
«Πίστεψα ότι ήρθε το τέλος μου. Οι άλλοι πίσω του φώναζαν: “Πυροβόλησέ τον, σκότωσέ τον, τι τον κοιτάζεις”. Εκείνος με σημάδευε, αλλά δεν έριχνε. Εγινε τρεις φορές αυτό… Βλέποντας τις αντιδράσεις μου στις προτροπές των άλλων δύο να με πυροβολήσει, με ρωτάει αν καταλαβαίνω γερμανικά. “Ναι” του απαντάω. “Από πού είσαι;” μου λέει. “Από το Τιρόλο” απάντησα. Μου κλείνει τότε το μάτι και μου κάνει νόημα να φύγω, ουρλιάζοντας: “Χάσου από μπροστά μου γουρούνι Ιταλέ”. Αρχισα να τρέχω μέσα στον ελαιώνα, πιστεύοντας ότι θα με σκοτώσει ρίχνοντας μου πισώπλατα. Ετρεχα, έτρεχα, γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα, ώσπου εξαφανίστηκα. Καθώς απομακρυνόμουν άκουσα πυροβολισμούς. Είχαν εκτελέσει τον στρατηγό».
Η ρομπόλα και οι δύο φιλενάδες
Φέτος ο Μπερτόλντι γιόρτασε τα εκατό του χρόνια και στο σπίτι του πήγαν για να του ευχηθούν, εκτός από τα παιδιά του, ο δήμαρχος του Μπολτσάνο και ο περιφερειάρχης της περιοχής. Καθημερινά διανύει με το ποδήλατο διαδρομή δέκα χιλιομέτρων και ανεβοκατεβαίνει πέντε φορές με τα πόδια τους τέσσερις ορόφους όπου βρίσκεται το σπίτι του. Επί δύο και πλέον ώρες ο αιωνόβιος Ιταλός μας εξιστορούσε στο διαμέρισμά του, με απίστευτη για την ηλικία του ακρίβεια και ζωντάνια τα όσα βίωσε μεταξύ «παραδείσου», της Κεφαλονιάς, δηλαδή προτού ξεσπάσει η θύελλα, και «κόλασης», που έζησε με τη σύλληψή του και στη συνέχεια στα γκούλαγκ του Στάλιν. Πώς μπορούσε να μην τα θυμάται;
Το πρόσωπό του φωτίστηκε καθώς μας υποδεχόταν στην πόρτα του διαμερίσματος και έλαμψε όταν του προσφέραμε μια μποτίλια κεφαλονίτικο κρασί Ρομπόλα και λίγες ελιές. Θυμόταν την ποικιλία του κρασιού από τις καλές μέρες στο νησί, όπως δεν μπορούσε να ξεχάσει και τις δύο φιλενάδες του μολονότι, όπως μας είπε με παράπονο, οι Ρώσοι, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, του πήραν τις φωτογραφίες τους που είχε μαζί του ως ενθύμια. Κλείνοντας με πρωτοβουλία δικιά μας, που σκεφθήκαμε ότι δεν θα έπρεπε να ταλαιπωρήσουμε και άλλο έναν άνθρωπο εκατό χρόνων αν και ο ίδιος δεν έδειχνε κουρασμένος, τη συναρπαστική αυτή κουβέντα, τον ρώτησα αν πιστεύει έπειτα απ’ όλα αυτά που πέρασε ότι υπάρχει Θεός που μπορεί να τον βοήθησε. «Κάτι πρέπει να υπάρχει εκεί πάνω και ίσως να έβαλε το χέρι του», απάντησε και μας αποκάλυψε (γελώντας) ότι κάθε Κυριακή εκκλησιάζεται, μολονότι καθολικός ο ίδιος, μαζί με τρεις γυναίκες από την Ουκρανία, ορθόδοξες στο θρήσκευμα. Ως γνήσιος Ιταλός και μόνος…
Χάρτης της Κεφαλονιάς με τα σημεία όπου εκτελέστηκαν Ιταλοί αξιωματικοί.
Ο ναζί που δεν πυροβόλησε, η έκρηξη, τα γκουλάγκ, το χιόνι
Γιατί πιστεύεις ότι σου τη χάρισε ο Γερμανός; «Προφανώς με γνώρισε, αν και δεν μου το είπε – δεν θα μπορούσε να το κάνει εκείνες τις στιγμές με τους άλλους δύο στο πλάι του να μου αποκαλυφθεί». Εσύ, κατάλαβες ποιος είναι; «Οχι εκείνη τη στιγμή. Είχε βαμμένο με φούμο το πρόσωπό του, αν και κάτι μου θύμιζε. Ομως όταν συνήλθα αργότερα και το σκέφτηκα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ήταν ο Λουίτζι Κόφλερ, με τον οποίο είχαμε συνυπηρετήσει το 1937 στον ιταλικό στρατό εννιά μήνες. Είχα μάθει τότε ότι έφυγε, ως αυστριακής καταγωγής, στη Γερμανία και κατατάχθηκε στη Βέρμαχτ. Είμαι σίγουρος ότι ήταν ο Λουίτζι, δεν έχω καμία αμφιβολία. Ηταν και φασίστας θυμάμαι».
Ο Μπερτόλντι αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι όπου τον «φιλοξενούσαν» και ζήτησε από τους ντόπιους να τον κρύψουν αν μπορούν. Εκείνοι του έδωσαν, όπως αφηγείται, πολιτικά ρούχα, και τον έχωσαν σε μια σκοτεινή γωνιά στο υπόγειο, αναλαμβάνοντας μεγάλο ρίσκο. Οταν όμως οι Γερμανοί άρχισαν να γυρίζουν στα χωριά με τηλεβόες, απειλώντας πως θα τα κάψουν εάν αποκαλυφθεί ότι κρύβουν Ιταλούς, ο Μπερτόλντι αποφάσισε να παραδοθεί αυτοβούλως. «Δεν ήταν τίμιο να θέσω σε κίνδυνο τους ανθρώπους που με προστάτευσαν. Φόρεσα, λοιπόν, τη στρατιωτική μου στολή και μέσα από τα χωράφια και τις χαράδρες, για να μην με δουν και μου ρίξουν τα γερμανικά περίπολα, πήγα στο Αργοστόλι και παραδόθηκα στη διοίκησή τους».
Ο Μπερτόλντι όμως ήταν χρήσιμος για τους Γερμανούς, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια και πρώτα πρώτα ήταν «αίμα» τους. «Με ρώτησαν όταν με κατέγραφαν στο Αργοστόλι τα στοιχεία μου και είπαν: “α, εσύ είσαι Αυστριακός, θα πολεμήσεις μαζί μας”. Εγώ γεννήθηκα και βαφτίστηκα στην Αυστρία, αλλά δεν έχω να κάνω μαζί σας, τώρα είμαι Ιταλός στρατιώτης και αιχμάλωτος πολέμου, τους είπα και εκείνοι μου απάντησαν: “ε, τότε θα σε βάλουμε σ’ ένα τρένο στην Αθήνα και όπου σε πάει”.
«Με φόρτωσαν σ’ ένα πολεμικό πλοίο μαζί με άλλους αιχμαλώτους, με προορισμό τον Πειραιά. Μερικά λεπτά προτού σηκώσει άγκυρα, άκουσα από τα μεγάφωνα να με καλούν να βγω στη στεριά. Νόμισα ότι θα με σκοτώσουν. Αυτοί όμως ήθελαν να με πιέσουν να περάσω στον γερμανικό στρατό. Με το που ανοίχτηκε στη θάλασσα το πλοίο με τους αιχμαλώτους ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη. Βυθίστηκε μαζί με όλους όσους είχε μέσα, είπαν ότι προσέκρουσε σε νάρκη».
Ο Μπερτόλντι είχε επιζήσει δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες, αλλά το παιγνίδι με τον θάνατο δεν είχε τελειώσει… Τον μετέφεραν στην Αθήνα και από εκεί με τρένο στην Πολωνία, απ’ όπου κατέληξε στον γερμανικό στρατό, στο Μινσκ, σε ομάδα τεχνικών που επισκεύαζε Πάντσερ. Το έκανε επί έξι μήνες και όταν οι τύχες του μετώπου έγειραν υπέρ των Ρώσων, οι Γερμανοί τον (ξανα)φόρτωσαν σ’ ένα τρένο με άλλους αιχμαλώτους για να τους μεταφέρουν στα μετόπισθεν, ή να τους «ξεκάνουν» στη διαδρομή οι Πολωνοί και Ρώσοι παρτιζάνοι οι οποίοι ανατίναζαν τη μία μετά την άλλη γερμανικές αμαξοστοιχίες που υποχωρούσαν.
Ο Μπερτόλντι, ως τουρίστας πλέον τη δεκαετία του ’90, στο σημείο του χωριού Κουκουλάτα στην Κεφαλονιά όπου τον εντόπισαν οι Γερμανοί στρατιώτες και τον συνέλαβαν.
Καταμεσής της στέπας
Ο Μπερτόλντι μαζί με άλλους τρεις Ιταλούς και πολλούς Ρώσους αιχμαλώτους απέδρασαν πηδώντας από το τρένο και βρέθηκαν καταμεσής της στέπας. «Οι Ρώσοι ήξεραν τη γλώσσα και την περιοχή και έφυγαν, εμείς όμως οι Ιταλοί έπρεπε να επιζήσουμε μόνοι, χωρίς ψωμί, νερό και χειμερινά ρούχα. Στο πουθενά. Περάσαμε δύσκολες στιγμές, αλλά αντέξαμε τρώγοντας ρίζες στα δάση μέχρι που μας συνέλαβαν και μας παρέδωσαν στον Κόκκινο Στρατό».
Η συνέχεια ήταν δραματική: «Μας έκλεισαν σε γκουλάγκ στο Ταμπόφ της Σιβηρίας, όπου οι συνθήκες ήταν φοβερές. Κρατούμενοι πέθαιναν από το ψύχος, την πείνα και τις κακουχίες. Κοιμόμασταν σε τρύπες κάτω από τη γη για να προφυλαχθούμε από το κρύο. Κάποιοι για να κρατηθούν στη ζωή αναγκάστηκαν να φάνε πτώματα, άλλοι σάπιο κρέας από ψόφια άλογα. Σκότωνα βατράχια, τα έγδερνα, τους έβγαζα τα εντόσθια να τα έτρωγα ωμά. Από το Ταμπόφ μας πήγαν σε άλλο γκούλαγκ, στο Ουζμπεκιστάν. Εκεί για να μας δίνουν ένα πιάτο φαΐ έπρεπε να μαζεύουμε όλη τη μέρα στις φυτείες συγκεκριμένες ποσότητες βαμβακιού. Οποιος δεν έβγαζε τη νόρμα δεν έτρωγε. Καθημερινά πέθαιναν άνθρωποι, αλλά κανένας δεν νοιαζόταν γι’ αυτό».
Τασκένδη – Βιέννη
Με την ήττα της Γερμανίας, οι Ρώσοι φόρτωσαν στην Τασκένδη τους αιχμαλώτους σ’ ένα εμπορικό τρένο που, διανύοντας 17.000 χιλιόμετρα, τους έφερε στην κατεστραμμένη Βιέννη και εκεί οι σοβιετικοί τους παρέδωσαν στους Αμερικανούς. «Στη διαδρομή βρέχαμε με τα ούρα μας τα χείλη που είχαν ξεραθεί», λέει ο Μπερτόλντι. Οι Αμερικανοί αφού τους ψέκασαν με το δηλητηριώδες και τοξικότατο DTD, για να σκοτώσουν τις ψείρες και τους ψύλλους, έβαλαν τους Ιταλούς σ’ ένα βαγόνι. Ο Μπερτόλντι έπρεπε να κατέβει στο Τρέντο. «Με το που επιχείρησα να αποβιβαστώ, νύχτα, στον έρημο σταθμό έπεσα εξαντλημένος από τα σκαλοπάτια του βαγονιού και θάφτηκα σ’ ένα λόφο χιονιού. Είπα μέσα μου: πάει, ώς εδώ ήταν, πεθαίνω, και προσπαθούσα με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει, γρυλλίζοντας, να με ακούσει κάποιος διερχόμενος προτού παγώσω».
Το «λάδι» στο καντήλι της ζωής του φαίνεται ότι δεν είχε σωθεί. Για καλή του τύχη ένας σιδηροδρομικός που πέρασε από εκεί τον άκουσε, τον ανέσυρε και τον μετέφερε στο χωριό του όπου οι δικοί του, πλην της μητέρας του που πίστευε ότι ο θεός θα τον φέρει πίσω, τον είχαν ξεγράψει. Ο Μπερτόλντι μας περιγράφει φρικιαστικές λεπτομέρειες από την απίστευτη οδύσσεια του και μας λέει ότι αρκετά χρόνια μετά ταξίδεψε στην Κεφαλονιά, συνάντησε ανθρώπους και επισκέφθηκε το σημείο όπου ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. Το 2013 κατέθεσε σε δικαστήριο της Ρώμης στο πλαίσιο της δίκης ενάντια στον ενενηντάχρονο τότε Αλφρεντ Στορκ, πρώην δεκανέα των Gebirgsjäger (Γερμανοαυστριακοί αλπινιστές της Βέρμαχτ), κατηγορούμενο για τη δολοφονία «τουλάχιστον 117 Ιταλών αξιωματικών» στο νησί της Κεφαλονιάς. Οπως ανέφερε στο δικαστήριο, είχε ακούσει γι’ αυτή τη σφαγή αλλά δεν είχε άμεση εικόνα και έτσι δεν μπορούσε να βοηθήσει.
Τον ρώτησα αν ενδιαφέρθηκε έκτοτε να μάθει για την τύχη του Λουίτζι Κόφλερ. «Ναι, αλλά δεν υπήρχε κανένας πια από αυτούς. Ο Χίτλερ είχε κάποιες ομάδες που τους έστελνε αποκλειστικά για να σκοτώσουν. Οπως έμαθα, αυτοί ήρθαν κατευθείαν από το ρωσικό μέτωπο στην Κεφαλονιά για να εξολοθρεύσουν τη μεραρχία μας και μετά έφυγαν εν πομπή πίσω για άλλα μέρη, όπου έπρεπε να κάνουν το ίδιο. Στη διαδρομή τούς εξολόθρευσαν στην Κροατία οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι».
Σου άφησε τραύματα αυτή η περιπέτεια; «Εβλεπα εφιάλτες τις νύχτες, ερχόταν στο όνειρό μου η σκηνή με τους Γερμανούς στον ελαιώνα. Εβγαινα από το σπίτι και έτρεχα γύρω γύρω. Σωματικά και ψυχικά είμαι πλέον μια χαρά. Από το 1950 και ύστερα δεν ανέβασα ούτε πυρετό, ίσως αυτό να οφείλεται στα ζωντανά βατράχια που έφαγα», λέει γελώντας.
(kathimerini.gr)