Μια βαριά χειμωνιάτικη μέρα/ πήρες το δρόμο του ουρανού
και τα βήματά σου/ αφήσανε τα χνάρια τους
πάνω στων σύγνεφων το δρόμο./ Και εμείς δεν μπορέσαμε να σε φυλάξουμε
από το κακό το μάτι και τον κακό καιρό,/ σε τύλιξαν οι μαύρες φτερούγες της νύχτας
με το βοριά που πλανιόταν γύρω τους/ σχεδιάζοντας μιαν οδύνη αβάσταχτη.
Και έφυγες σαν όραμα/ και χάθηκες αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά, χωρίς ηχώ/ μαύρον αγέρα.
Ήταν η κακή ώρα,/ ήταν το μαύρο ριζικό,
ίσως να έφταιγε και ο Θεός/ που καμιά φορά για τη συγκομιδή του
ζητάει πρώιμα τα ωραία στάχυα,/ ίσως το φεγγάρι είδε το κακό
και κρύφτηκε πίσω από το σύννεφο.
Καλό ταξίδι/ εκεί μακρυά που πας,/ καθάριος, ωραίος, όπως ήσουνα πάντα,
πασπαλισμένος με στάλες από άνοιξη/ αμόλυντη,/ με μια ψυχή παιδική, άδολη,
πάντα ένα παιδί στο μπόι της καλοσύνης,/ χαιρέτησε το ρόδινο σύννεφο
που σε τύλιξε,/ πες του πως στερέψανε τα δάκρυά μας,
το πικραμένο ρυάκι έπαψε το τραγούδι του/ και εμείς μοναχοί
κοιτάζουμε από το μαύρο παράθυρο/ που βλέπει προς τη θλίψη.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΥΣΑΝΔΡΑΤΟΣ,
Φιλόλογος