+ ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

Σπ. Πανταζόπουλος

Μια βαριά χειμωνιάτικη μέρα/ πήρες το δρόμο του ουρανού

και τα βήματά σου/ αφήσανε τα χνάρια τους

πάνω στων σύγνεφων το δρόμο./ Και εμείς δεν μπορέσαμε να σε φυλάξουμε

από το κακό το μάτι και τον κακό καιρό,/ σε τύλιξαν οι μαύρες φτερούγες της νύχτας

με το βοριά που πλανιόταν γύρω τους/ σχεδιάζοντας μιαν οδύνη αβάσταχτη.

Και έφυγες σαν όραμα/ και χάθηκες αργά

στον αδειανό χωρίς φτερά, χωρίς ηχώ/ μαύρον αγέρα.

Ήταν η κακή ώρα,/ ήταν το μαύρο ριζικό,

ίσως να έφταιγε και ο Θεός/ που καμιά φορά για τη συγκομιδή του

ζητάει πρώιμα τα ωραία στάχυα,/ ίσως το φεγγάρι είδε το κακό

και κρύφτηκε πίσω από το σύννεφο.

Καλό ταξίδι/ εκεί μακρυά που πας,/ καθάριος, ωραίος, όπως ήσουνα πάντα,

πασπαλισμένος με στάλες από άνοιξη/ αμόλυντη,/ με μια ψυχή παιδική, άδολη,

πάντα ένα παιδί στο μπόι της καλοσύνης,/ χαιρέτησε το ρόδινο σύννεφο

που σε τύλιξε,/ πες του πως στερέψανε τα δάκρυά μας,

το πικραμένο ρυάκι έπαψε το τραγούδι του/ και εμείς μοναχοί

κοιτάζουμε από το μαύρο παράθυρο/ που βλέπει προς τη θλίψη.

ΗΛΙΑΣ ΑΛΥΣΑΝΔΡΑΤΟΣ,

Φιλόλογος