Τα βολβόσχημα μυροδοχεία της Ιακωβατείου Βιβλιοθήκης

Ανάμεσα στα αντικείμενα της μικρής Αρχαιολογικής Συλλογής της Οικογένειας Τυπάλδων Ιακωβάτων, που φυλάσσεται στην Ιακωβάτειο Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ληξουρίου, ξεχωρίζουν, έτσι καθώς στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο, δύο μικρά πήλινα μυροδοχεία.

Δεν θα μάθουμε ίσως ποτέ τη διαδρομή που ακολούθησαν στο χρόνο, μέχρι να καταλήξουν στην προθήκη της Ιακωβατείου, αλλά και το όνομα του τεχνίτη, που  έδωσε σχήμα και μορφή σε ένα κομμάτι πηλού, θα μείνει κι αυτό άγνωστο.

Με βάση τα βιβλιογραφικά παράλληλα είναι πολύ πιθανόν να συνόδευσαν,  ως στερνή προσφορά από χέρια αγαπημένα, ψυχές ανθρώπων στο τελευταίο τους ταξίδι. Είναι, επίσης, δυνατόν να γνωρίσουμε τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του εργαστηρίου που τα κατασκεύασε, να σκιαγραφήσουμε την πορεία του σχήματος στη μακραίωνη ιστορία του και να ιχνηλατήσουμε την ανάγκη που τα δημιούργησε.

Τα μυροδοχεία της Ιακωβατείου σώζονται σχεδόν ακέραια με μικρές αποκρούσεις στο χείλος και είναι πλασμένα από πορτοκαλέρυθρο πηλό που περιέχει λίγες προσμίξεις.

Το πρώτο μυροδοχείο με αρ. ευρ.: Σ. ΙΒ 6 έχει ύψος: 0,075 μ. και διάμ. χείλους: 0,022 μ., ενώ στο δεύτερο με αρ. ευρ.: Σ. ΙΒ 7 το ύψος είναι: 0,085 μ. και η διαμ. του χείλους: 0,025 μ.

Η βάση τους είναι επίπεδη και μόλις διακρινόμενη, το σώμα βολβόσχημο, ο λαιμός κυλινδρικός και το χείλος δακτυλιόσχημο, έξω στρέφον. Το μεγαλύτερο μέρος τους παραμένει άβαφο και κυριαρχεί το χρώμα του πηλού, ενώ ο λαιμός και το χείλος καλύπτονται με ερυθροκάστανο και ερυθρό επίχρισμα, αντίστοιχα.

Οι ελάχιστες διαφορές μεταξύ των δύο εντοπίζονται στον μάλλον ευθύγραμμο λαιμό του πρώτου και στις αβαθείς αυλακώσεις που περιτρέχουν το σώμα του δεύτερου.

Τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά τα εντάσσουν στην κατηγορία των βολβόσχημων μυροδοχείων (bulbous unguentarium), τα οποία εμφανίζονται στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. και είναι σε χρήση έως τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. Η προγονική τους μορφή ανιχνεύεται στα μυροδοχεία της ελληνιστικής εποχής, με το στενό κυλινδρικό λαιμό και το ατρακτόσχημο σώμα (plump και fusiform unguentaria) που είναι ευρύτατα διαδεδομένα σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο από τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου έως τον 1ο αιώνα π.Χ.

Τα μυροδοχεία αποτελούν συχνό εύρημα στους τάφους της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου και απαντούν κάποτε στη βιβλιογραφία και ως δακρυδόχα (tear-bottles), επειδή ορισμένοι μελετητές εξέφρασαν την άποψη ότι χρησίμευαν, για να συλλέγουν τα δάκρυα των συγγενών των νεκρών.

Η κύρια χρήση τους ήταν η αποθήκευση και η μεταφορά αρωματικών ελαίων, αλοιφών, φυτών και διάφορων άλλων υλικών με φαρμακευτικές – θεραπευτικές και αρωματικές ιδιότητες, απαραίτητων στον καλλωπισμό, τις ιατρικές και ταφικές πρακτικές και ο τόπος καταγωγής τους είναι πολύ πιθανόν να συνδέεται με περιοχές, όπου ανθούσε η παραγωγή πολύτιμων ελαίων και άλλων συναφών προϊόντων, όπως ο Λίβανος και η Συρία.

Η ευρεία διάδοση των μυροδοχείων σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, μέσω του εμπορίου των ειδών αυτών, κατέστησε τα αγγεία αυτά ιδιαίτερα δημοφιλή και το σχήμα υιοθετήθηκε από τους τεχνίτες τοπικών εργαστηρίων για την κάλυψη των αναγκών των τοπικών αγορών.

Στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. τα βολβόσχημα μυροδοχεία αντικαταστάθηκαν από τα γυάλινα, καθώς η μαζική παραγωγή γυάλινων αγγείων με την τεχνική του φυσητού γυαλιού έθεσε τέλος στη χρήση των πήλινων.

Ωστόσο, στην περιφέρεια του Ρωμαϊκού κόσμου, όπως η Θράκη και η Κύπρος, τα πήλινα βολβόσχημα μυροδοχεία επιβιώνουν κατά τον 2ο και 3ο μεταχριστιανικό αιώνα και χρησιμοποιούνται από κοινού με τα γυάλινα ως ταφικά δώρα.

Δείγματα τοπικής παραγωγής ή επείσακτα προϊόντα, τα βολβόσχημα μυροδοχεία της Ιακωβατείου, οι ομοιότητες μεταξύ των οποίων παρέχουν ενδείξεις κοινής καταγωγής, στέκουν στην προθήκη της Βιβλιοθήκης αψευδείς μάρτυρες της ανθρώπινης ανάγκης για τον καλλωπισμό και τη θεραπεία του σώματος, αλλά και την απόδοση των «νενομισμένων» σε εκείνους που περνούν τον Αχέροντα.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Anderson-Stojanović V.R., “The Chronology and Function of Ceramic Unguentaria”, AJA 91, 1987, 105- 122.

Anderson-Stojanović V.R., Stobi. The Hellenistic and Roman Pottery, Princeton University Press 1992.

Δρούγου Στ. -Τουράτσογλου Ι., Ελληνιστικοί λαξευτοί τάφοι Βέροιας, Αθήνα 1998.

Hayes J. W., Roman Pottery: Fine-Ware Imports The Athenian Agora ΧΧΧΙΙ, Princeton, New Jersey 2008.

Hayes J. W., “Roman Pottery from the South Stoa at Corinth”, Hesperia 42, 1973, 416-470.

Laflı E., Studien zu hellenistischen, kaiserzeitlichen und spätantik-frühbyzantinischen tonungueantarien aus

Kilikien und Pisidien (SübTürkei): Der forschungsstand und eine auswahl von fundobjekten aus den

Örtlichen museen, Köln 2003.

Rotroff S. I., Hellenistic Pottery: The Plain Wares, The Athenian Agora ΧΧΧΙIΙ, Princeton, New Jersey 2006.

Thompson H.A., “Two Centuries of Hellenistic Pottery”, Hesperia 3, 1934, 311- 477.