Σύμφωνα με ρεπορτάζ του γαλλικού πρακτορείο ειδήσεων, εάν ένας επισκέπτης στη Βενεζουέλα έχει την ατυχία να πληρώσει για οτιδήποτε με πιστωτική κάρτα ξένης τράπεζας, θα διαπιστώσει ότι βρίσκεται σε μία πόλη πιο ακριβή από το Τόκιο ή τη Ζυρίχη.
Ένα μπέργκερ στο Καράκας πωλείται περίπου στα 1700 μπολιβάρ, ήτοι 170 δολάρια, ενώ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου μπορεί να κοστίζει μέχρι και 69.000 μπολιβάρ (6.900 δολάρια) τη βραδιά, τιμές που βασίζονται στην επίσημη ισοτιμία μπολιβάρ-δολαρίου, η οποία έχει διαμορφωθεί στο 10 προς 1. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει το δημοσίευμα κανένας έμπορος δεν τιμολογεί με βάση την επίσημη ισοτιμία που έχει επιβληθεί στο πλαίσιο των συναλλαγματικών ελέγχων.
Στη μαύρη αγορά, η ισοτιμία που ισχύει είναι 1000 μπολιβάρ προς 1 δολάριο. Για τους κατοίκους της Βενεζουέλας που ζουν σε μία οικονομία η οποία βασίζεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στις εισαγωγές αγαθών ή πρώτων υλών, οι τιμές είναι απίστευτα υψηλές. Ακόμη και για τη μεσαία τάξη, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας οδηγείται στη φτώχεια, τα burger και τα ξενοδοχεία είναι φανερά εκτός των οικονομικών τους δυνατοτήτων. Στο Chacao, μια μεσοαστική γειτονιά της πρωτεύουσας, υπάλληλοι γραφείου συνωστίζονται έξω από ένα κατάστημα με ξηρούς καρπούς για να αγοράσουν το φτηνότερο γεύμα που μπορούν.
Όλα τα κοντινά εστιατόρια είναι άδεια. Με μια πρώτη ματιά, αναφέρει το ρεπορτάζ, το Καράκας μοιάζει με το κέντρο μιας οποιαδήποτε μεγαλούπολης της Λατινικής Αμερικής: ουρανοξύστες, πυκνή κυκλοφορία οχημάτων και πεζοί με κοντά μανίκια που περπατούν κατά μήκος πολυσύχναστων πεζοδρομίων. Αν όμως κοιτάξει κανείς προσεκτικά μπορεί να δει τα σημάδια της οικονομικής κρίσης. Τα περισσότερα καταστήματα, ιδιαίτερα εκείνα που πωλούν ηλεκτρονικές συσκευές είναι κλειστά.
Τα μπέργκερ στη Βενεζουέλα κοστίζουν πλέον πάνω από 150 ευρώ «Η κατάσταση είναι φρικτή» λέει η 69χρονη Marta Gonzalez, διευθύντρια ενός γωνιακού καταστήματος με προϊόντα περιποίησης και ομορφιάς. «Κανείς δεν ψωνίζει τίποτα, στην πραγματικότητα. Μόνο τρόφιμα» λέει στο πρακτορείο την ώρα που ένας πελάτης χρησιμοποιεί τη χρεωστική του κάρτα για να αγοράσει 2-3 ξυραφάκια. Μία πινακίδα πάνω πάνω από το ταμείο αναγράφει: «Δεν δεχόμαστε χρεωστικές κάρτες».
Ένα εμπορικό κέντρο με μαγαζιά πολυτελείας σε μία ταράτσα του Καράκας είναι τελείως άδειο, εκτός από τους βαριεστημένους πωλητές. Την ίδια ώρα, μία ουρά περίπου 200 ατόμων στέκει έξω από ένα φαρμακείο. Δεν ξέρουν τι ακριβώς περιμένουν, απλώς παίρνουν μηχανικά μέρος σε μία καθημερινή ρουτίνα αναμονής σε ουρές για να παραλάβουν κάποια από τα επιδοτούμενα προϊόντα, π.χ. μία οδοντόκρεμα, πριν αυτά εξαφανιστούν μέσα σε ελάχιστα λεπτά. «Το κάνουμε αυτό κάθε εβδομάδα χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε να αγοράσουμε» λέει ο Kevin Jaimes, ένας 21χρονος πωλητής ανταλλακτικών αυτοκινήτων που περιμένει στην ουρά μαζί με την οικογένεια του. «Το πιο ενοχλητικό είναι όταν περιμένεις σε μία τεράστια ουρά και τα προϊόντα τελειώνουν πριν προλάβεις να πάρεις και συ».
Η μόνη εναλλακτική αυτών των ανθρώπων, σημειώνει το δημοσίευμα, είναι να στραφούν στη μαύρη αγορά όπου τα αγαθά πωλούνται συχνά ακόμη και 100 φορές πάνω από την κανονική τους τιμή.