Μέχρι μόλις πριν από δύο αιώνες τα παιδιά θεωρούνταν μικρογραφία των ενηλίκων και χρήσιμα εργατικά χέρια για την οικογένεια. Η αντίληψη αυτή άρχισε να αλλάζει με την επικράτηση του Διαφωτισμού, αλλά, κυρίως, με την ριζική αλλαγή των οικονομικών σχέσεων που επέφερε η Βιομηχανική επανάσταση. Ασφαλώς, η επιστήμη της ψυχολογίας συνέδραμε σημαντικά στην αλλαγή των αντιλήψεων για την παιδική ηλικία, εξηγώντας τη διαδικασία της ανθρώπινης ανάπτυξης και των αναγκών που δημιουργούνται σε κάθε φάση της. Ωστόσο, σήμερα φαίνεται να έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, δηλαδή στην παιδοκεντρική οικογένεια με μια φετιχοποιημένη αντίληψη των παιδιών. Η λέξη «παιδί» λειτουργεί πλέον περίπου ως ταμπού και οποιαδήποτε αναφορά σε ευθύνες, ακούγεται στα αυτιά ορισμένων ακόμα και ως πρόθεση για κακοποίηση! Μέρος των στρεβλών αντιλήψεων για την ανατροφή των παιδιών φαίνεται να προέρχεται από την ευκολία πρόσβασης σε κάθε λογής πληροφόρηση: ο τύπος, τα βιβλία και, πιο πρόσφατα, το διαδίκτυο, παρέχουν αφειδώς σχετικό υλικό, το οποίο, ακόμα κι όταν δεν παραπληροφορεί, είναι πολύ δύσκολο να ερμηνευτεί με ουσιαστικό τρόπο, όταν δεν εντάσσεται σε μια συνολική οικογενειακή σχεσιακή κουλτούρα.
Για να το εξηγήσουμε καλύτερα αυτό, θα πάρουμε ως παράδειγμα ένα βασικό ερώτημα: πόση αγάπη χρειάζονται τα παιδιά; «Πάρα πολλή», θα αναφωνήσουμε αυθόρμητα οι περισσότεροι. Θα υπερθεματίσω: τα παιδιά χρειάζονται όλη την αγάπη του κόσμου, μια αγάπη άνευ όρων! Εδώ, όμως, πολλοί παρακούμε το «άνευ όρων», ως «άνευ ορίων». Άνευ όρων σημαίνει, πρώτ’ απ’ όλα, την πλήρη αποδοχή του παιδιού σαν ξεχωριστή, μοναδική οντότητα, με τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της. Άνευ όρων σημαίνει ότι η φροντίδα, η εμπιστοσύνη, η συμπαράσταση κι όλα τ’ άλλα που περιλαμβάνει μια αγαπητική σχέση δεν αίρονται ανάλογα με τη συμπεριφορά ή τα επιτεύγματα του παιδιού. Από την άλλη, όμως, άνευ ορίων σημαίνει ότι επιτρέπουμε στο παιδί να δράσει ανεξέλεγκτα, να απαιτήσει, να καταστρέψει, να αδιαφορήσει, να προσβάλλει, να πληγώσει, όχι μόνο δικαιολογώντας τη συμπεριφορά του, αλλά και δικαιώνοντάς την. Η αγαπημένη φράση των γονέων που ανατρέφουν τα παιδιά τους δίχως όρια είναι το «παιδί είναι», πράγμα που σημαίνει ότι κατά την αντίληψή τους τα παιδιά είναι εκ φύσεως μικροί τύραννοι που τους ανήκει ο κόσμος και δεδικαίωνται ακόμα και να τον καταστρέψουν. Εύλογα, αυτό οδηγεί σε πολλαπλές διαρκείς συγκρούσεις μεταξύ γονέων και παιδιών, μεταξύ των δύο γονέων, μεταξύ γονέων και άλλων προσώπων, μεταξύ παιδιών και συνομηλίκων, κ.ο.κ. Τελικά, το παιδί όχι μόνο ευτυχισμένο δεν είναι, αλλά περνάει μια ζωή με την απορία γιατί ο κόσμος αντιστέκεται στις επιθυμίες του, αφού είναι ο βασιλιάς στον οποίο όλοι πρέπει να υποτάσσονται.
Ορισμένοι γονείς, στον αντίποδα αυτής της στάσης, ακολουθούν την «παλιά καλή σχολή», θεωρώντας ότι, αν σκληραγωγήσουν συναισθηματικά τα παιδιά τους, αυτά θα αποκτήσουν μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα, θα αναπτύξουν ηθικές αρχές και θα γίνουν ώριμοι ενήλικες. Οι γονείς αυτοί, όχι μόνο δεν είναι ενδοτικοί, αλλά «πατάσσουν» αμείλικτα την παραμικρή απόκλιση του παιδιού από όσα αυτοί του έχουν ορίσει. Ακόμα κι όταν το παιδί λυγίζει και διαμαρτύρεται έντονα, ακόμα κι όταν αποτυγχάνει ξανά και ξανά, ακόμα κι όταν εκδηλώνει σειρά ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, ακόμα κι όταν προσπαθεί ν’ αντιδράσει με ακατάλληλους τρόπους για να βρει διέξοδο από την πίεση, οι γονείς παραμένουν άκαμπτοι. Τελικά, το παιδί αυτό είτε θα πάψει ν’ αντιστέκεται και θα εξελιχθεί σε έναν άβουλο κι ευάλωτο ενήλικα, είτε θα επαναστατήσει και θα αντιμετωπίζει ισόβια μια ασίγαστη οργή κατά παντός.
Αναλογιζόμενοι τους παραπάνω τύπους γονέων, κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί: «μα καλά, τελικά, αυτοί οι γονείς δεν αγαπούν τα παιδιά τους, αφού τα βλέπουν να κατστρέφονται και δεν αλλάζουν τίποτα στη συμπεριφορά τους;». Αντιθέτως, τα αγαπούν με το παραπάνω και σίγουρα θέλουν το καλύτερο γι’ αυτά, αλλά δυσκολεύονται πάρα πολύ να διακρίνουν την αγάπη από τους κατάλληλους τρόπους ανατροφής. Η δική τους ανατροφή παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτό. Το να επαναλάβουμε με τα παιδιά μας τον τρόπο με τον οποίο εμείς ανατραφήκαμε ή να προσπαθήσουμε να κάνουμε το τελείως αντίθετο, είναι κλασικές παγίδες στις οποίες πέφτουν οι άνθρωποι όταν γίνονται οι ίδιοι γονείς. Κοινωνικοί παράγοντες παίζουν κι αυτοί σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας επιλεκτικής συναισθηματικής τύφλωσης των γονέων. Σε περιόδους κοινωνικής ευημερίας οι τρόποι ανατροφής τείνουν να εξομαλύνονται, ενώ σε περιόδους κοινωνικής πίεσης, το περιρρέον αίσθημα απειλής οδηγεί τους γονείς σε κάποιας μορφής υπερπροστασία, που, όπως είδαμε παραπάνω, μπορεί να εκδηλωθεί είτε ως παντελής έλλειψη ορίων είτε ως σφιχτή μέγγενη γύρω από το παιδί.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η αγάπη, το πολυτιμότερο ανθρώπινο συναίσθημα και η βασική «τροφή» του ανθρώπου για να μεγαλώσει και να ευτυχήσει, μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε βασιλικό δρόμο προς τη δυστυχία, όταν δεν προσδιορίζουμε προσεκτικά τη σημασία και τους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται ή όταν βαφτίζουμε ως «αγάπη» άλλες μύχιες κι ανομολόγητές μας ανάγκες. Εξάλλου, και ιστορικά είναι γνωστό ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα στον κόσμο γίνονται στο όνομα της αγάπης, όχι του μίσους.
Πώς, όμως, ένας νέος γονιός μπορεί να αποφύγει τέτοιες συμπληγάδες; Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει το έντονο άγχος που του δημιουργείται όταν διαβάζει κείμενα όπως αυτό, τα οποία του χτυπούν χίλια καμπανάκια κάνοντάς τον να αναρωτιέται αν τελικά είναι καλός γονιός;
Η χρυσή συνταγή που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι δεν υπάρχουν συνταγές, ούτε λίστες με τις «100 χρυσές συμβουλές για να γίνετε ο τέλειος γονιός». Η διαρκής καλλιέργεια της αυτογνωσίας σίγουρα είναι προαπαιτούμενο, το να δεχτούμε, δηλαδή, ότι κι εμείς ως ενήλικοι δεν παύουμε ποτέ να είμαστε αναπτυσσόμενοι οργανισμοί, που επιθυμούμε σήμερα να είμαστε η χειρότερη εκδοχή του αυριανού μας εαυτού, ενώ παράλληλα αγαπάμε αρκετά και αποδεχόμαστε και τον σημερινό μας εαυτό. Μπαίνοντας σε μια τέτοια διαδικασία αυτογνωσίας, μαθαίνουμε να διαπιστώνουμε τα λάθη μας, να τα αποδεχόμαστε, να ζητάμε συγγνώμη γι’ αυτά και να τα επεξεργαζόμαστε ώστε να μην τα επαναλαμβάνουμε.
Ακόμα, μπορεί οι γονείς μας να μας ζητούσαν να γίνουμε το τελειότερο παιδί που είχαν φανταστεί συνεπώς και οι τελειότεροι γονείς για το εγγονάκι τους, όμως, η επιστήμη της ψυχολογίας μας ζητά κάτι πολύ-πολύ λιγότερο, το οποίο μπορούν να σηκώσουν οι ώμοι μας: να προσπαθήσουμε να γίνουμε αρκετά καλοί γονείς, όπως μας εξήγησε ο εξαιρετικός ψυχαναλυτής D.Winnicott. Αυτό σημαίνει ότι προσπαθούμε να αποδεσμευτούμε από τα δεινά της τελειότητας για το παιδί μας και για εμάς τους ίδιους, ότι καθημερινά προσπαθούμε να καταλάβουμε τις παρούσες ανάγκες του παιδιού και να τις διακρίνουμε από τις δικές μας επιθυμίες, ότι κάνουμε ό,τι μπορούμε κι ας μην επιτευχθεί πάντοτε το καλύτερο, ότι δε νιώθουμε διαρκώς ένοχοι ότι είμαστε «λίγοι», κι ότι τελικά η πραγματική κληρονομιά που θα μείνει στο παιδί μας είναι αυτό που είμαστε κι όχι αυτό που θα του προσφέρουμε.
Η αγάπη έχει παράξενες ιδιότητες. Έχει πολλά αγκάθια, ορισμένα εκ των οποίων περιγράψαμε παραπάνω, έχει, όμως, και θαυματουργές δυνατότητες. Μέσα από την αγάπη και το ασφαλές πλαίσιο που αυτή μας παρέχει, μπορούμε να βοηθηθούμε να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μας, τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, να τα αποδεχτούμε και τελικά να μας αγαπήσουμε. Έτσι, στη συνέχεια μπορούμε να αγαπήσουμε άφοβα και ώριμα κι άλλους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και τα παιδιά μας, με μια αγάπη που όχι μόνο δεν πληγώνει αλλά επιτρέπει σε όλους ν’ ανθίσουν γύρω της.
Τελικά, «αγάπη μόνο»; Όχι μόνο αγάπη, αλλά και καθημερινή προσπάθεια για να προστατέψουμε την αγάπη από τις ίδιες της τις παγίδες. Αγάπη μετ’ επιγνώσεως, λοιπόν!
* Ψυχολόγος,
Προϊσταμένη ΚΕΔΑΣΥ Κεφαλληνίας