Ο Δίας, ο ταξιτζής από την Καρδίτσα

Μάρτης, στην Αθήνα. Ένας Μάρτης μουτρωμένος, άγριος, γδάρτης. Στην πλατεία Αμερικής περίμενα ταξί εκείνο το πρωινό. Κάτι βοριαδάκια, ατίθασα παλιόπαιδα του δρόμου, πάλευαν μεταξύ τους κι έσπρωχναν κι εμένα να με ρίξουν κάτω. Είδαν κι απ’ είδαν ότι δεν γίνεται τίποτα με μένα κι έπεσαν όλα μαζί πάνω στο διπλανό περίπτερο. Εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία έκαναν φτερά και χόρευαν στον αέρα και πάνω στο πεζοδρόμιο. Βγήκε ο περιπτεράς να τα μαζέψει. Τον είδαν τα βοριαδάκια και το ’βαλαν στα πόδια σφυρίζοντας και γελώντας στις γειτονικές μαρκίζες των μαγαζιών και των πολυκατοικιών.

Ένα ταξί στάθηκε μπροστά μου μετά από σήμα μου. Μπήκα γρήγορα.

– Καλημέρα σας, λέω στον ταξιτζή, μπαίνοντας.

– Μέρα, μου λέει βαριεστημένα.

– Στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Πανεπιστημίου, παρακαλώ.

– Μά’στα, μου απαντάει.

Είμαι καθισμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Τον βλέπω να με κοιτάζει από το καθρεφτάκι ερευνητικά. Τον κοιτάζω κι εγώ. Η κίνηση στον δρόμο είναι μεγάλη, κυκλοφοριακή συμφόρηση.

– Παλιόκιρους, τον ακούω να λέει σε λίγο.

– Παλιόκιρους, του λέω κι εγώ.

– Ψόφους, μου λέει.

– Ψόφους κακός, του απαντώ.

– Μη συζητάς.

– Μη συζητάς.

Τον βλέπω να με παρατηρεί πάλι από το καθρεφτάκι ερευνητικά.

– Καρδίτσα; του λέω.

Ξαφνιάζεται. Γυρίζει πίσω το κεφάλι του και με κοιτάζει έκπληκτος.

– Με γνωρίζεις; με ρωτάει.

– Όχι, του λέω.

– Τότε πώς ξέρεις ότι είμαι από την Καρδίτσα; με ξαναρωτάει.

– Από την ταυτότητά σου, του αποκρίνομαι.

– Φιλάρα, με δουλεύεις, μου λέει με ύφος σοβαρό.

– Όχι, φίλε μου, τον καθησυχάζω.

– Ε πώς όχι; αφού την ταυτότητά μου την έχω πάνω μου.

– Την άκουσα, φίλε μου, την ταυτότητά σου, του λέω.

Ξαναγυρίζει πίσω το κεφάλι του, με ξανακοιτάζει, με ζυγίζει, μπερδεύεται.

– Αλαφροίσκιωτος είναι, τον ακούω να σιγομουρμουρίζει.

Μετά από κάποια στιγμή τον ρωτάω.

– Δεν μου λες, φίλε; Αν δεις παπά στον δρόμο, χρειάζεται να τον ρωτήσεις τι δουλειά κάνει ή να δεις την ταυτότητά του, για να μάθεις τι δουλειά κάνει;

– Όχι βέβαια.

– Αυτό είναι.

– Μυστήριος είσαι, αποφαίνεται. Θα μου πεις από πού με κατάλαβες ότι είμαι από την Καρδίτσα; με ρωτάει απορημένος.

– Από την ομιλία σου, μιλάς Καρδιτσιώτικα, του εξηγώ.

– Φιλόλογος καθηγητής είσαι;

– Μέσα είσαι.

– Και είσαι κι εσύ από την Καρδίτσα;

– Από την Καρδίτσα.

Γυρίζει πίσω το κεφάλι του, μου σφίγγει το χέρι και μου λέει:

– Κόλλα του, ρε πατρίδα, να μου ζήσεις.

Γυρίζοντας όμως πίσω να μου δώσει το χέρι του, έχασε προς στιγμήν τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, κινδυνεύσαμε να τρακάρουμε με τα διπλανά αυτοκίνητα. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή διόρθωσε τη στραβοτιμονιά του. Οι οδηγοί γύρω μας άνοιξαν τα παράθυρα των αυτοκινήτων τους τον έβριζαν και τον μούτζωναν. Ένα φανάρι πιο κάτω μας σταμάτησε. Οι άλλοι οδηγοί συνέχιζαν να τον βρίζουν και να τον μουντζώνουν. Βλέπω τον ταξιτζή μου να ανοίγει το παράθυρο.

– Ωχ, λέω μέσα μου, τώρα θα γίνει το έλα να δεις.

– Με συγχωρείτε, κύριοι, ακούω τον ταξιτζή μου να τους λέει ήρεμα και με ένα χαμόγελο στα χείλη.

Καθαρίζω λίγο τα αυτιά μου.

– Σας ζητώ συγνώμη, έκανα λάθος, τους ξαναλέει.

Ξανακαθαρίζω τα αυτιά μου. Καλά άκουσα. Τους αφόπλισε. Μοναμιάς σταμάτησαν να τον βρίζουν. Όμως μία γυναίκα οδηγός δίπλα μας συνέχιζε οργισμένη.

– Καλά κάνουν και σε βρίζουν, απρόσεχτε, βλάκα.

– Συγνώμη, κυρία μου, της λέει χαμογελώντας, προσπερνώντας την.

Έκανα τον σταυρό μου. Με είδε.

– Γιατί σταυροκοπιέσαι; μου λέει ήρεμα.

– Θαυμάζω την ηρεμία σου και τους καλούς σου τρόπους, του λέω.

– Εμένα, φίλε μου, στην πιάτσα παλιά με φωνάζουνε Δία, γιατί όλη μέρα με το παραμικρό άστραφτα και βρόνταγα, έβριζα και μούντζωνα όσους έκαναν στον δρόμο στραβοτιμονιές. Και τώρα Δία με φωνάζουν πάλι, γιατί είμαι ήρεμος και πάντα γαλήνιος σε όλα τα δύσκολα. Έτσι ήταν ο Δίας ο θεός του Ολύμπου.

– Και πώς έγινε η αλλαγή; τον ρωτάω, όλο περιέργεια.

– Γουστάρεις ιστορία; μου λέει.

– Γουστάρω, του απαντώ.

– Μια φορά κι έναν καιρό όχι πολύ καιρό πριν, αρχίζει να μου διηγείται, πήρα έναν επιβάτη από την Αθήνα για την Πάρνηθα. Χειμώνας ήταν, έκανε πολύ κρύο. Στην Αχαρνών μπροστά μου ήταν μία κυρία που οδηγούσε ένα ωραίο αυτοκίνητο. Μιλούσε στο κινητό της. Κάποια στιγμή πάτησε ξαφνικά φρένο και λίγο έλειψε να πέσω πάνω της. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο κι άρχισα να τη βρίζω χυδαία. Μου ζητούσε συγνώμη κι εγώ την έβριζα. Μπήκα στο ταξί μου και συνέχισα βρίζοντάς την. Έξω από την Αθήνα, στους πρόποδες της Πάρνηθας, το ταξί σταμάτησε ξαφνικά από βλάβη. Προσπάθησα να τη διορθώσω μόνος μου, αλλά δεν τα κατάφερα. 

Τα αυτοκίνητα περνούσαν αλλά κανένα δεν σταματούσε στο σήμα μου. Το κρύο ήταν τσουχτερό κι εγώ έξω από το αυτοκίνητο έκανα οτοστόπ, αλλά κανείς οδηγός δεν σταματούσε. Ξαφνικά βλέπω ένα αυτοκίνητο να σταματά δίπλα μου. Τρίβω τα μάτια μου από την έκπληξη. Ναι, ήταν η γυναίκα που πριν από λίγο έβριζα.

– Θέλετε βοήθεια, κύριε; με ρωτάει με ένα χαμόγελο.

Δίστασα προς στιγμήν. Δεν το περίμενα. Το αφοπλιστικό χαμόγελό της και η γλυκιά μορφή της μου έδωσαν θάρρος.

– Χάλασε το αυτοκίνητό μου, της λέω αμήχανα.

– Μη στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά, μου απαντά. Έλα στο αυτοκίνητό μου με τον πελάτη σου να πάμε στο Μενίδι σε ένα συνεργείο, να πάρεις έναν τεχνίτη και να έλθουμε να το επισκευάσει.

Έτσι έγινε. Σε όλη τη διαδρομή μέσα μου γινόταν μία πάλη, το καλό με το κακό. Πήγαμε στο συνεργείο, πήραμε έναν τεχνίτη κι επιστρέψαμε στο ταξί μου. Μου έδωσε το χέρι και με αποχαιρέτησε μ’ εκείνο το όμορφο χαμόγελο που έγινε ακόμη ομορφότερο στα μάτια μου.

– Συγνώμη, κυρία μου, συγνώμη για την απαράδεκτη συμπεριφορά μου στον δρόμο. Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έλεγα τη λέξη συγνώμη και μάλιστα δύο φορές.

– Δεν πειράζει, κύριε, να είσαι πάντα καλά, μου είπε κι έφυγε με το γλυκό χαμόγελο στα χείλη της.

Έφυγε, τρόπος του λέγειν έφυγε. Μπροστά μου είναι η γλυκιά μορφή της κάθε μέρα στις δύσκολες καταστάσεις που συναντώ, μέσα στους δρόμους της Αθήνας. Συγνώμη. Μεγάλη λέξη, μεγάλο όπλο η συγνώμη, φίλε μου. Οι μεγάλοι κι οι σπουδαίοι άνθρωποι λένε συγνώμη, όταν φταίνε, ενώ οι μικροί και αλαζόνες λένε: «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;». Κι από τότε που λέω συγνώμη, κάθε φορά που σφάλλω, η ζωή μου είναι ένα χαμόγελο. Έτσι πορεύομαι κάθε μέρα μέσα στους δρόμους της Αθήνας.

– Έτσι να πορεύεσαι, του λέω.

Φτάσαμε στον προορισμό. Τον πλήρωσα, του έδωσα το χέρι αποχαιρετώντας τον.

– Να μου ζήσεις Καρδιτσάρα, πατρίδα, μου λέει. Και φεύγοντας συμπληρώνει. 

Και να θυμάσαι: μεγάλο πράγμα, μεγάλο όπλο η συγνώμη, στο λέει ο Δίας, ο Καρδιτσιώτης ταξιτζής.

 

* Φιλόλογος-συγγραφέας

-στιχουργός, Δ/ντής Περιφερειακού Θεάτρου Καρδίτσας