Σαν παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό στα βάθη της Κίνας ζούσε ένας πανίσχυρος βασιλιάς ο Κόρο- Νάι. Παρά τα πλούτη και τη δύναμη του είχε ένα μεγάλο καημό. Δεν είχε αποκτήσει κανένα παιδί.

Είχε πάει στους καλύτερους γιατρούς της Κίνας αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Απογοητευμένος και μην έχοντας άλλη ελπίδα αποφάσισε να επισκεφθεί ένα γέροντα μάγο που ζούσε πάνω σε ένα ψηλό βουνό. Αφού πήγε λοιπόν και εξιστόρησε το πρόβλημα του ο γέροντας του είπε:

Βασιλιά Κορο-Νάι, παρε αυτό το μαγικό φίλτρο από δόντια φιδιού και κοκαλάκι νυχτερίδας και πιες το εσυ και η βασίλισσα. Μετά από εννιά μήνες θα αποκτήσεις ένα διάδοχο, τον Κόρο-Νάι- Γιο. Ο γιος σου θα έχει ένα πολύ δυνατό όπλο που με αυτό θα απλωθεί σε όλη τη γη. Το όπλο του θα είναι το πυρηνο βλέμμα. Όσοι άνθρωποι το αντικρίζουν θα τους κατακτά. Το μόνο που μπορεί να τον νικήσει είναι ο φόβος και το φως.

Αυτά είπε ο γέροντας και ο βασιλιάς έφυγε χαρούμενος και αισιόδοξος. Πράγματι μετά από εννιά μήνες η βασίλισσα γέννησε ένα γιο όπως είχε προβλέψει ο μάγος.

Ο Κορο-Νάι-Γιος όσο μεγάλωνε τόσο το βλέμμα του γινόταν πιο πυρηνο και διαπεραστικό. Έτσι μια μέρα μέσα στην καρδιά του χειμώνα ανέβηκε πάνω στο ατσάλινο άλμα του και άρχισε με τον άνεμο σύμμαχο να αλωνίζει την αχανή Κίνα.

Όποιος άνθρωπος τον αντικρυζε ένιωθε την καυτή ζέστη από το βλέμμα του να διαπερνά το σώμα και αυτό κρατούσε τοσο πολύ που και οι διπλανοί άνθρωποι να νιώθουν την ίδια ζέστη και έτσι η ζέστη άπλωνε σαν κύμα. Κάποιοι κουρασμένοι κι ανήμποροι δεν μπορούσαν να αντέξουν αυτή τη λάβα στο κορμί τους και πέθαιναν.

Τα νέα άρχισαν να διαδίδονται από στόμα σε στόμα πέρα από τα σύνορα της Κίνας, από άκρη σε άκρη στον πλανήτη.

Οι άνθρωποι άρχισαν να κυριεύονται από φόβο που δεν είχαν ξανανιώσει και κλείνονταν στα σπίτια τους για να μην αντικρούσουν το πυρηνο βλέμμα του Κορο-Νάι- Γιου.

Αυτός όμως συνέχισε να τρέχει πέρα δώθε με το άρμα του πιο γρήγορα κι από τον άνεμο.

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια τους. Κι έτσι σιγά σιγά όλο και πιο λίγους αντάμωνε στο ταξίδι του μέχρι που το ατσάλινο άλμα του άρχισε να βραδαίνει και να αγκομαχά.

Με όλα αυτά ο καιρός περνούσε και ο ήλιος άρχισε να ζεσταίνει όλο και πιο πολύ τη γη καθώς το καλοκαίρι πλησιαζε. Το καυτό φως του ήλιου όσο δυνάμωνε τόσο εξασθενούσε το πυρηνο βλέμμα του Κορο-Νάι- Γιου μέχρι που στο τέλος αυτό έσβησε πίσω από ένα ψηλό βουνό.

Οι άνθρωποι άρχισαν δειλά δειλά να ξαναβγαίνουν από τα σπίτια τους, να ξανακάνουν παρέες και ταξίδια, να ξαναζωντανεύει η γη. Ποτέ όμως δεν ξέχασαν εκείνο το πυρηνο βλέμμα. Αυτή η μοναξιά που έζησαν τους έκανε να νιώσουν πιο πολύ την ανάγκη της αγκαλιάς, να εκτιμήσουν την αξία του φιλιού και να καταλάβουν τη σημασία του διπλανού τους. Οι πιο πολλοί τουλάχιστον…

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Ελπίζω το παραπάνω παραμύθι να το λένε σύντομα στο μέλλον οι παππούδες στα εγγόνια τους, καθισμένοι όλοι μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια γύρω από το τζάκι.

* Μαιευτήρας-Γυναικολόγος.