Χρόνιες συνήθειες με συνέπειες!

Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΑΤΟΣ
τ. Δήμαρχος

Eιναι καμιά εικοσαριά χρόνια τώρα που -εχτός απροόπτου-, κάθε Σάββατο παίρνω το κάρο μου και πάω με το φέρυ στο Ληξούρι, γιατί τ’ απόγυρο το φαβάμαι. Μήπως πέσει καμιά κοτρώνα ή δεκάμετρο πεύκο και μου πλάκωσε τ’ αμάξι! Βγάζω απ’ έξω την ενόχληση στις τριάντα πάπιες του Κουτάβου που προξενεί ο θόρυβος των διερχόμενων αυτοκινήτονε!.. Τώρα δεν υπάρχει καμιά. Θα σας πω εμπιστευτικά τώρα, που πάω και τι κάνω μιά και τα προσωπικά δεδομένα δν είναι και εξερχόμενα!
Πηαίνω -που λετε-, σ’ ένα ατελείωτο μποστάνι, όχι θερμοκήπιο φίλου αγαπητού αγρότη που μούχει απόλυτη εμπιστοσύνη, διαλέω ό,τι θέλω, τα σακκουλιάζω και τα ζυγίζω με μιά Κινέζικη πελάντζα χεριού οικονομικής μεν αγοράς …μεγίστης δε ακρίβειας υπέρ του πελάτη. (Λαϊκής Δημοκρατίας γαρ…).

Ξέρω τσι τιμές, που είναι γραμμένες σ’ ένα μαντρότοιχο, κάνω με το κομπιουτεράκι τους πολλαπλασιασμούς και στο τέλος την πρόταση με το μάτι. Αφήνω τα χρήματα στην ποδιά μιανού παράθυρου τση αποθηκούλας του ιδιοχτήτη. Αν είναι κέρματα δεν θέλουνε φροντίδα. Αν φτάσουμε σε χαρτονόμισμα -κάνα τάλαρο ας πούμετε-, το βάζω εκεί αλλά το πλακώνω μ’ ένα τουβλο για να μην το πάρει ο αγέρας.
Παίρνω ζωντανά πράματα, φτηνά, βιολογικά ούτε κροπιά δεν βάζει τ’ αφεντικό στα χώματα, πού ναι παχιά. Ενα μέτρο από κάτω τσου, το νερό!
Το σοβαρότερο όμως είναι το ψυχολογικό! Η απεραντοσύνη του χωραφιού μου καλλιεργεί ένα μεγαλείο ευτυχίας, λόγω ηρεμίας. Αφαντη ψυχική ανάταση. Μόνο τα σπουργίτια ακούς που ψάχνουνε για σπόρια και σπάνια αρεοπλάνα. Εκεί αμέσως με πιάνει ο πολιτικός ίστρος, ειδικά όταν φυσάει Μαϊστρος. Ξέρεις τι πράμα είναι να βλέπεις τρεις-τέσσεριε χιλιάδες αγγούρια, μάπες, μπρόκολα, κουνουπίδια …καταπράσινα και στοιχιμένα; Θυμάμαι τα παλιά και αι αι επανασκούμαι δια παν ενδεχόμενον.

Συνδυάζω λόγια και κινήσεις χεριώνε τ’ Αντρέα, του George, του Σαμαρά, του Παπά (παπαπα) και του Αλέξη! Κάνω μία μίξη, κι όπου με βλέπει κι ακούει …φαντάζομαι σε τι ευφορία έρχεται… Του Βενιζέλου δεν πέρνω τίποτις. Δεν μπορώ, βρε Χριστιανοί, να σταθεροποιήσω το μάτι μου σ’ ένα σημείο χωρίς να ξεραθώ στα γέλια. Τώρα όταν έχει ισχυρό αγέρα και κουνιούνται τα φύλλα των πιο ψηλών κουνουπιδιώνε, τα βλέπω σαν χέρια που με χειροκροτούνε ασταμάτητα. Εκεί φορτσάρω και τα δίνω όλα. Τσου λέω, τσου λέω …«Πούσαι λαέ τ’ Αργοστολιού να δεις τη λαοθάλασσα, την κοσμοπλημμύρα στο Ληξούρι, το μήνυμα τση Νίκης και τση λύτρωσης αφ’ τη Δεξιά» …«Oλοι μαζί» …«υπογράψαμε συμβόλαιο τιμής με συνθήκη» …«Φτάνει πια», και σταματάω.

Δεν λέω «Το Ποτάμι δε γυρίζ’ οπίσω» γιατί φοβάμαι μήπως παρουσιαστί κάνας παλικισιάνος τση Κατωής και με κράξει δεόντως. «Που βλέπεις να πισωδρομεί το ποτάμι μας ρε μαστόρα»; Oύτε για τρίτο πόλο τσου λέω τίποτις…, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων! Το περασμένο όμως Σάββατο είχα μιά τρομερή έκπληξη που κατέληξε σε βάρος μου και νιώθω μεγάλη ντροπή.
Εκεί π’ απευθυνόμουνα στο …λαό και θριαμβολογούσα σαν τον Κίμωνα Κουλούρη, πετιέται από δίπλα μου ένας λαγός, πραγματικό θεριό και σπαβεντάρησα. Κόβω το λόγο μου …προς τον λαό και τρέχω το λαγό. Που να τόνε φτάσω όμως. Πάτησα και κατάστρεψα πάνω από τριάντα μάπες και σκόνταψα σ’ ένα μπρόκολο που παρ’ ολίγο να σωριαστώ κάτω! Φούσκωσα… Μούρτε η ψυχή στο στόμα. Πάει, χάθηκε! Εκεί που έπαιρνα βαθιές εισπνοές, τον είδα που μούκανε με τα μπροστινά του πόδια …ποδονομίες με νόημα! Κατάλαβα αμέσως ότι ήτανε σερνικός, αλλά ελεεινός, ανάγωγος και παλιοχαραχτήρας!

Εκατσα σε μια κοτρώνα πούτανε πιο πέρα και πήα να σκάσω αφ’ τη φούρκα μου και το ρεζιλίκι μου. Ενιωθα πως τόσο επίορκος πολιτικός, ασφαλώς δεν θα υπάρχει σ’ όλο τον κόσμο! Αφησα ένα λαό ..τεσσάρων χιλιάδων για …ένα λαγό!
Εκμυστηρεύτηκα το στραπάτσο μου σε καραβανά τση Πολιτικής και στενό μου φίλο και εκειός χέστηκε στα γέλια.
-Ααααα, μου λέει, Μεγάλε χαζοβιόλη. Είσαι από τσου τελευταίους και μην το πεις σε κανένανε, γιατί θα σε κογιονάρει. Δε αξίζει τον κόπο, θα φανείς πολύ ψιλικατζής. Εδώ άλλοι απαρατάνε εκατομμύρια λαών κι εσύ πόνεσες στις τέσσαρες χιλιάδες;