Παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις στην αρχή της κρίσης οι προτεραιότητες της πολιτικής μας ηγεσίας έχουν πλέον ταυτιστεί. Κοινοί στόχοι των κομμάτων που έχουν ή διεκδικούν την εξουσία είναι η εκπλήρωση των μνημονιακών μας υποχρεώσεων, η προσέλκυση επενδύσεων κυρίως από το εξωτερικό και η έξοδος στις αγορές. Πλέον η μόνη τους διαφωνία έγκειται στο ποιος μπορεί να πετύχει τους στόχους αυτούς.

Ειδικά, η προοπτική εξόδου στις αγορές έχει προσδώσει στις κομματικές ηγεσίες όλου του πολιτικού φάσματος μια κοινή αίσθηση ευδιαθεσίας διότι, στο μυαλό τους, συμβολίζει την απελευθέρωσή τους από δεσμεύσεις που περιορίζουν τις εξουσίες τους.

Η πραγματική απελευθέρωση όμως των Ελλήνων, η δική μας απελευθέρωση, δεν θα έρθει όταν βγούμε στις αγορές. Θα έρθει όταν απεγκλωβιστούμε από τη σημερινή πραγματικότητα, σταθούμε στα πόδια μας και προοδεύσουμε βασισμένοι στις δικές μας δυνάμεις. Γι’ αυτό, προτεραιότητες δικές μας είναι να αποκατασταθεί η δυνατότητά μας να προγραμματίζουμε με σιγουριά το μέλλον μας και να εργαζόμαστε για να το κάνουμε πράξη, η δυνατότητά μας να παράγουμε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πλούτο που ωφελεί εμάς, τις οικογένειές μας και την κοινωνία και η δυνατότητά μας να χτίσουμε για την επόμενη γενιά κάτι περισσότερο, κάτι καλύτερο και πιο στέρεο απ’ ό,τι μας άφησαν οι προηγούμενοι.

Το πολιτικό αυτό όραμα έχει ριζώσει στα θέλω μας και η άρνηση του πολιτικού μας συστήματος να το αντιληφθεί, να το εκφράσει και να δουλέψει για να το κάνει πράξη απαξιώνει την πολιτική, αποδυναμώνει τη δημοκρατία. Νιώθουμε εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητά που ορίζουν άλλοι, φυλακισμένοι σε ένα σύστημα που δεν αντιλαμβάνεται το δικό του καλό, πόσο μάλλον το δικό μας. Έχουμε την αίσθηση πως ζούμε μια φαρσοκωμωδία καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται. Αισθανόμαστε απόγνωση καθώς από πουθενά δεν μοιάζει να υπάρχει φως.

Η πραγματικότητα είναι ότι την Ελλάδα που θέλουμε δεν θα τη φτιάξουν ούτε οι ξένες επενδύσεις ούτε οι ξένες αγορές. Εμείς θα τη φτιάξουμε. Όταν θέσουμε τους δικούς μας στόχους, πιστέψουμε στις δικές μας δυνάμεις και δουλέψουμε συλλογικά και ανεμπόδιστα για την κοινωνία που θέλουμε να αφήσουμε στα παιδιά μας. Αυτό θα γίνει μόνο όταν διεκδικήσουμε και πάρουμε στα χέρια μας τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να το κάνουμε πράξη.

Συντηρητική Πολιτική και Συντηρητική Θεώρηση

Δύο είναι οι λόγοι που εξηγούν την άγονη σύμπνοια της σημερινής πολιτικής μας ηγεσίας, την εμμονή της να ασχολείται με τα συμπτώματα της κρίσης αλλά όχι τα αίτιά της και την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.

Ο πρώτος είναι ότι το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης, και κατ’ επέκταση της Ελλάδας, παραμένει αφοσιωμένο στη συντηρητική θεώρηση της κοινωνίας και της οικονομίας που πιστεύει ότι τα συμφέροντα του ανθρώπου και του κεφαλαίου είναι συνυφασμένα, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Ό,τι είναι καλό για το κεφάλαιο τώρα είναι καλό για τον άνθρωπο αργότερα και άρα «ο πολίτης πρέπει να καταπιεί το φάρμακό του ακόμα και αν δεν καταλαβαίνει γιατί».

Η παραδοχή αυτή έχει τις ρίζες της στο επίσης συντηρητικό πολιτικό δόγμα που επικράτησε τον προηγούμενο αιώνα, την εποχή του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, το οποίο επιχειρηματολογεί ότι ο πλούτος που παράγει το κεφάλαιο, αργά ή γρήγορα, θα φτάσει στον πολίτη και αυτό θα τον κάνει ευτυχισμένο. Ότι το κεφάλαιο, όταν διακινείται χωρίς περιορισμούς, δημιουργεί πολλαπλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας που μοιράζουν πλούτο σε όλους.

Εύλογα, τα συντηρητικά κόμματα της Ευρώπης και της Ελλάδας υπηρετούν την ιδεολογία αυτή χωρίς αναστολές.

Δυστυχώς, τα προοδευτικά κόμματα της Ευρώπης και της Ελλάδας, δεν έχουν καταφέρει να αρθρώσουν λόγο που περιγράφει ένα διαφορετικό όραμα για τις κοινωνίες μας. Παρά τα άφθονα παραδείγματα που δείχνουν ότι το κεφάλαιο εγκαταλείπει όσο πιο γρήγορα μπορεί τις ποιοτικές θέσεις εργασίας για να πάει στις φθηνές, ότι αντί μιας ευνομούμενης κοινωνίας με νόμους που την προστατεύουν θα προτιμήσει υποανάπτυκτες κοινωνίες με ολιγαρχικά καθεστώτα που δεν τηρούν κανόνες, παρά τις δεκάδες μελέτες που αποδεικνύουν ότι το ελεύθερο κεφάλαιο δεν παράγει δίκαιο πλούτο, πόσο μάλλον ευτυχία για τους λαούς, τα Σοσιαλιστικά κόμματα των χωρών μας, έχουν υιοθετήσει αυτή τη συντηρητική θεώρηση της κοινωνίας και της οικονομίας χωρίς αντίλογο. Εν μέρει εξηγήσιμη συμπεριφορά, διότι πάνω σε αυτό το αξιακό πλαίσιο ιδρύθηκε και ανδρώθηκε η παγκοσμιοποίηση και αδυνατούν να δουν μια άλλη εκδοχή της όπου η ελεύθερη διακίνηση αγαθών και κεφαλαίου θα υπόκειται σε κανόνες, όπως επιβλήθηκαν κανόνες στις ελεύθερες εθνικές αγορές μετά τον Πόλεμο.

Ο δεύτερος λόγος για τη σύμπνοια των ελληνικών πολιτικών κομμάτων εξουσίας σε αυτή τη συντηρητική θεώρηση της κοινωνίας και της οικονομίας είναι πιο ντόπιος, πιο ιδιοτελής, πιο συγκαλυμμένος: όσο εστιάζουμε στα συμπτώματα της κρίσης, στις υπέρογκες υποχρεώσεις μας σε ξένους, τόσο τα κόμματα και οι ηγεσίες τους επιχειρηματολογούν υπέρ της υπερσυγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια τους. «Εσείς δεν καταλαβαίνετε το πρόβλημα, αφήστε εμάς που το καταλαβαίνουμε να πάρουμε τις αναγκαίες αποφάσεις». Χαρακτηριστική νοοτροπία του πως ασκείται η εξουσία σε μια κρίση που αντικατοπτρίζει τον πατερναλιστικό, συγκεντρωτικό και βαθύτατα αντιδημοκρατικό τρόπο με τον οποίο η πολιτική ηγεσία κατατρύχει τη χώρα μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, από την απελευθέρωσή της και την ίδρυση του νεώτερου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα.

Έτσι, το πέπλο της συντήρησης που σκέπασε την Ευρώπη από τη μια και η δίψα μιας ξεπερασμένης πολιτικής ηγεσίας να διατηρηθεί στην εξουσία από την άλλη, έχουν έντεχνα φιμώσει τον πολιτικό λόγο, σταδιακά κοιμίσει την πολιτική σκέψη και αποτελεσματικά αδρανήσει την πολιτική πράξη. Τα κόμματα στην Ελλάδα, από θεσμοί έκφρασης και ανάδειξης διαφορετικών οραμάτων της κοινωνίας έχουν γίνει συμπορευόμενες μηχανές συντήρησης πολιτικών ηγεσιών και νοοτροπιών που έχουν παρέλθει. Το δυναμικό τους έχει ταυτιστεί με τεχνοκράτες που επιβάλλουν τους όρους των δανειστών μας, και το πολιτικό σύστημα, δηλαδή η πολιτική ηγεσία και το κεντρικό κράτος, με τις εξουσίες και παραεξουσίες που επιβάλλει, ανέχεται και διαχειρίζεται, έχει εδραιωθεί στο μυαλό όλων μας ως ο δυνάστης που μας κρατάει εγκλωβισμένους σε αυτήν την ανεξήγητη πραγματικότητα.

Μπορεί, τη δύσκολη αυτή ώρα, να μοιάζει ότι λίγα μπορούμε να κάνουμε για να αντιπαρατεθούμε στην ευρωπαϊκή συντήρηση και στις πολιτικές της πρακτικές. Υπάρχουν όμως άφθονα που μπορούμε να κάνουμε για να αναβιώσουμε και να ανοικοδομήσουμε τη δική μας πολιτική ιδεολογία για να υπηρετήσει τα οράματα και τις ανάγκες της κοινωνίας. Πολλά που μπορούμε να αλλάξουμε στον τρόπο που λειτουργεί η πολιτική μας ηγεσία ώστε να αρχίσει να υπηρετεί τους συλλογικούς μας στόχους. Αναρίθμητες αλλαγές που μπορούμε να εφαρμόσουμε στο συγκεντρωτικό και δυσλειτουργικό κράτος ώστε να απελευθερώσουμε τις δυνάμεις μας και να αποκτήσουμε τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να αφήσουμε τη χώρα που θέλουμε στα παιδιά μας.

Η Απαίτηση της Κοινωνίας ως Πολιτικό Όραμα

Η απαίτηση του Έλληνα να νιώθει ελεύθερος, κυρίαρχος του μέλλοντός του, είναι όραμα διαχρονικό, ριζωμένο στην παράδοση του Λαού μας. Όποτε το υιοθετούμε, μας κινητοποιεί να λειτουργήσουμε συλλογικά για να αλλάξουμε τη μοίρα μας και τη μοίρα της Πατρίδας μας. Η τελευταία φορά, που ένα τέτοιο όραμα βρήκε ρίζες, ήταν στις αρχές και στις αξίες του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, όπως αυτές εκφράστηκαν στο Συμβόλαιο με τον Λαό το 1981:

«Αγωνιζόμαστε για μια Ελλάδα, όπου οι αποφάσεις θα παίρνονται από τον ίδιο τον Λαό της, χωρίς ξένες εξαρτήσεις, επιρροές και επεμβάσεις, για μια κοινωνία δίκαιη όπου θα σταματήσει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και η αποξένωσή του από το προϊόν του μόχθου του, για έναν άνθρωπο που ολοκληρώνεται πνευματικά και πολιτιστικά και αναπτύσσει δημιουργικά τις πρωτοβουλίες του μέσα σε μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, δίχως άγχος, χωρίς καταπίεση».

Η ανθρωποκεντρική και βαθύτατα ελληνική αυτή προσέγγιση του Σοσιαλισμού, που αντιλαμβάνεται την κοινωνία συνεκτικά δομημένη και όχι τεμαχισμένη, παραμένει σήμερα επίκαιρη διότι εκφράζει την υπόσχεση απελευθέρωσης του κάθε Έλληνα από τα δεινά της εποχής μας και αποτελεί εξαιρετική αφετηρία για το έργο που έχουμε μπροστά μας.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε όμως σήμερα είναι αν το όραμα απελευθέρωσής μας από τα δεσμά που μας έχει επιβάλει ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού συστήματος μπορεί να εκφραστεί πολιτικά και να γίνει πράξη. Η απάντηση είναι «ναι», εφόσον μεταφραστεί σε ρεαλιστικές θέσεις και προτάσεις που μας αφορούν και που ανταποκρίνονται στα θέλω της κοινωνίας μας. Εφόσον οι θέσεις και οι προτάσεις αυτές εκπροσωπηθούν από ένα πολιτικό δυναμικό που μπορεί να μας κινητοποιήσει ώστε να κυριαρχήσουν στην πολιτική ζωή του τόπου. Και εφόσον λειτουργήσουμε συλλογικά για να τις εφαρμόσουμε.

Ποιοτική Αναβάθμιση

Ο Σοσιαλισμός στην Ελλάδα, με τον ανθρωποκεντρικό τρόπο που ορίστηκε και τους συλλογικούς στόχους που έθεσε για την απελευθέρωση του Έλληνα από τα δεσμά της εποχής, δεν ασχολήθηκε ποτέ με το κράτος με όρους ποσοτικούς αλλά με το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του με όρους ποιοτικούς. Δηλαδή, μίλησε για τον τρόπο που θα ασκείται η εξουσία και όχι για το μέγεθος του κράτους που θα την ασκεί. Και αν, από τότε που ιδρύθηκε, παρερμηνεύτηκαν ή κακοποιήθηκαν οι θέσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αυτό δεν μειώνει την αξία της βαθύτατα δημοκρατικής και συμμετοχικής προσέγγισης που ευαγγελίστηκε για τον τρόπο που πρέπει να λειτουργεί η κοινωνία. Αντίθετα, τα λάθη που έκανε στην εφαρμογή της προσπάθειάς του να προσεγγίσει τον πολίτη στην εξουσία και να ταυτίσει τους στόχους των δύο πρέπει να λειτουργήσουν ως μαθήματα για την πορεία που θα χαράξουμε από εδώ και πέρα. Διότι αυτό είναι, στις δημοκρατίες παγκοσμίως, το βασικό διακύβευμα της εποχής μας.

Σήμερα, η κυρίαρχη προσέγγιση για την αξιολόγηση της λειτουργίας του κεντρικού κράτους βασίζεται σε όρους ποσοτικούς –πόσο κοστίζει, πόσες υπηρεσίες προσφέρει, πόσους υπαλλήλους απασχολεί. Σε αυτή τη λογική ο εξορθολογισμός του κράτους μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: μία επιλογή είναι να μειώσουμε τις λειτουργίες του, τις πτυχές της ζωής μας στις οποίες εμπλέκεται. Μία δεύτερη είναι να ιδιωτικοποιήσουμε τις υπηρεσίες που προσφέρει. Πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται «μεταρρυθμιστικές» και οι μνημονιακοί μας εταίροι, πιστεύουν ότι αν το κράτος ήταν «μικρότερο» ή τις υπηρεσίες του προσέφεραν ιδιωτικές επιχειρήσεις, η εμπειρία μας θα ήταν θετικότερη και το κόστος χαμηλότερο. Πολιτικές δυνάμεις στον αντίποδα αυτών των επιχειρημάτων θέλουν το κράτος μεγαλύτερο, πιο παρεμβατικό ή και τα δύο, την ιδιωτική πρωτοβουλία μακριά από τις υπηρεσίες του, τη στελέχωσή τους μόνο από κρατικούς λειτουργούς. Αυτές οι δυνάμεις αναδεικνύουν τη μείωση του κράτους και την ανάληψη υπηρεσιών του από ιδιώτες ως επιλογές λιγότερο ευαίσθητες στις ανάγκες των πολιτών, ειδικά των αδύναμων, και το ιδιωτικό κέρδος ως περιττό κόστος για τον φορολογούμενο.

Η συζήτηση πάνω στον άξονα «μεγάλο–μικρό κράτος» ή «δημόσιες-ιδιωτικές κρατικές υπηρεσίες», που προσδιορίζει το ρόλο του κράτους με όρους ποσοτικούς, αφήνει τους περισσότερους από εμάς αδιάφορους. Διότι η καταπίεση που νιώθουμε από το πολιτικό σύστημα πηγάζει, όχι τόσο από τον τρόπο που το κράτος παρέχει τις υπηρεσίες του (παρόλο που και αυτό συμβάλλει σημαντικά στην απόγνωση που νιώθουμε), αλλά από τον τρόπο που η πολιτική ηγεσία ασκεί την εξουσία της πάνω μας. Δηλαδή από τον τρόπο που νομοθετεί και τον τρόπο που διαχειρίζεται, χωρίς να ελέγχεται, τους πόρους του κράτους, την περιουσία του και τους φόρους μας, για να μας κρατάει εγκλωβισμένους στη σημερινή πραγματικότητα. Για εμάς, στις σημερινές συνθήκες, η ιδιωτικοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από την απόφαση της πολιτικής ηγεσίας να αλλάξει συνεταίρο στην ανεξέλεγκτη εξουσία της.

Αν θέλουμε να κρίνουμε το πολιτικό μας σύστημα με όρους ποιοτικούς, θα πρέπει να αλλάξουμε τα κριτήρια με τα οποία το κρίνουμε. Αντί δηλαδή, να κρίνουμε το έργο του με όρους ιδιοτελείς και βραχυπρόθεσμους, θα πρέπει να το κρίνουμε με όρους συλλογικούς και μακροπρόθεσμους. Αντί να κρίνουμε τον τρόπο που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις υποσυνόλων της κοινωνίας θα πρέπει να κρίνουμε τον τρόπο που ανταποκρίνεται στις συλλογικές μας ανάγκες. Αντί να κρίνουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα συμπτώματα της κρίσης θα πρέπει να κρίνουμε πώς αντιμετωπίζει τις αιτίες της. Και αντί να κρίνουμε τον τρόπο που διαχειρίζεται τα επί μέρους προβλήματα που αντιμετωπίζουμε θα πρέπει να κρίνουμε τον τρόπο που δουλεύει για να μας απελευθερώσει από τους βραχνάδες της εποχής μας στο σύνολό τους. Δηλαδή, τα κριτήρια που θα θέσουμε θα πρέπει να προσδιορίζουν τα δικαιώματα όλων μας και άρα τη θέση και το ρόλο του πολίτη στη σχέση του με την εξουσία.

Τα Δικαιώματα του Πολίτη ως Πολιτικοί Στόχοι και Κριτήρια

Γενεσιουργός αιτία της κρίσης και βασικό στοιχείο του σημερινού εγκλωβισμού της ελληνικής κοινωνίας είναι η ανεξέλεγκτη εξουσία της πολιτικής μας ηγεσίας. Παρόλο που την εκλέγουμε, η απόλυτη εξουσία της δεν απορρέει από τον Λαό αλλά από ένα πλέγμα θεσμών, δομών και νόμων που την προστατεύουν από τη δική μας κρίση. Ένα πλέγμα που την απομακρύνει από εμάς αυτόματα την ημέρα που θα αναλάβει την εξουσία της. Αποτέλεσμα είναι η σταδιακή αλλά διαχρονική καταπάτηση έξι δικαιωμάτων μας που το ίδιο το πολιτικό σύστημα θα έπρεπε να προστατεύει.

Αν θέλουμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας και τον τρόπο που λειτουργεί η χώρα μας, θα πρέπει να κρίνουμε το πολιτικό μας σύστημα από τον τρόπο που διασφαλίζει ή καταπατεί τα έξι αυτά δικαιώματά.

Το πρώτο, είναι το δικαίωμα στην Ισότητα. Η ποιότητα του πολιτικού μας συστήματος εξαρτάται από τη δυνατότητά του να διασφαλίζει σε κάθε Έλληνα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, ίση πρόσβαση σε ευκαιρίες, εργαλεία και πόρους, δίκαιη μεταχείριση στην επαφή του με τις υπηρεσίες του κράτους. Σήμερα, όποιος έχει πρόσβαση στην πολιτική ηγεσία χαίρει άλλης εκτίμησης από το πολιτικό σύστημα. Χαίρει προνομιακής αντιμετώπισης, καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών, περισσοτέρων δικαιωμάτων και λιγότερων υποχρεώσεων. Η πρόσβασή μας στην πολιτική εξουσία και στο κεντρικό κράτος, στις εξουσίες και παραεξουσίες που νομίμως ή παρανόμως δημιουργούν και ανέχονται παραμένει το βασικό κριτήριο κατάταξής μας σε μια κοινωνία που διατείνεται ότι όλοι είμαστε ίσοι. Και ενώ οι πολίτες που δεν έχουν πρόσβαση νιώθουν ότι τίποτα δεν εξελίσσεται ορθολογικά και τίποτα δεν προχωράει, αυτοί που έχουν πρόσβαση νιώθουν ότι χρωστούν σε εκείνους που τους εξυπηρετούν πελατειακά. Τόσο για τους μεν, όσο και για τους δε, η συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος αποτελεί βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς μας.

Το δεύτερο, είναι το δικαίωμα στη Συμμετοχή. Η δυνατότητά μας να συνδιαμορφώνουμε το μέλλον της χώρας και των επιμέρους γεωγραφικών και κλαδικών κοινοτήτων μας, αποτελεί βασική συνθήκη απελευθέρωσης του πολίτη και εργαλείο εξέλιξης της κοινωνίας μας. Δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια ή δημοψηφίσματα χωρίς αντίκρισμα. Σημαίνει ανοιχτές δομές, θεσμούς και φορείς μέσα στους οποίους έχουμε δικαίωμα λόγου τόσο για τα θέματα που τίθενται όσο και για τις αποφάσεις που παίρνονται. Υπαρκτοί θεσμοί όπως Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Επιμελητήρια, όπως συνεταιρισμοί και συνδικαλιστικοί φορείς, θεσμοθετημένες συλλογικότητες όπως σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, αλλά και νέες συλλογικότητες όπως «κοινότητες ενδιαφερομένων» (stakeholder communities) που μπορούν να συγκροτηθούν γύρω από θέματα που εξελίσσουν την κοινωνία, όταν έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν τις αποφάσεις που τους αφορούν, μπορούν να λειτουργήσουν ώστε να έρθει η εξουσία πιο κοντά στον πολίτη. Σήμερα όμως ελέγχονται και απαξιώνονται καθημερινά από το πολιτικό σύστημα που τους χρησιμοποιεί μόνο όταν και όπως αυτό εξυπηρετεί τις δικές του προτεραιότητες.

Το τρίτο, είναι το δικαίωμα στην Πρόοδο. Ρόλος της πολιτικής ηγεσίας και του κεντρικού κράτους στην προσπάθειά μας να ολοκληρωθούμε πνευματικά και πολιτιστικά και να αναπτυχθούμε οικονομικά είναι να διασφαλίζει ότι έχουμε επιλογές για το πώς θα πετύχουμε τους στόχους που βάζουμε συλλογικά και ατομικά. Ιστορικά, η δυνατότητα ελληνικών κοινοτήτων να προοδεύουν, από μικρές μονάδες όπως η οικογένεια, μέχρι μεγάλες όπως οι Περιφέρειες της χώρας, βασιζόταν στα συγκριτικά πλεονεκτήματα και στις ιδιαιτερότητές τους. Σε μια εποχή που τα πάντα εξελίσσονται με εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες, η απόλυτη εξουσία ενός πολιτικού συστήματος, που περιορίζει τις επιλογές προόδου μας μόνο σε αυτές που μπορεί να διαχειριστεί, κρατάει το σύνολο της κοινωνίας μας πίσω. Το πολιτικό σύστημα σήμερα αφορίζει ό,τι δεν καταλαβαίνει, κωλυσιεργεί ό,τι το ανταγωνίζεται, απαγορεύει ή οδηγεί στην παρανομία ό,τι δεν ελέγχει.

Το τέταρτο, είναι το δικαίωμα στη Δημιουργία. Φυσική επιθυμία κάθε ανθρώπου, και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Ελλήνων, είναι η διάθεση να εργαζόμαστε, να δημιουργούμε, να παράγουμε οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό πλούτο. Η δημιουργικότητα των Ελλήνων δεν είναι μόνο βασικό συστατικό της επιβίωσής μας ως πολιτισμός και ως έθνος αλλά και στοιχείο συλλογικής περηφάνιας, που συχνά εστιάζεται σε αυτά που πετυχαίνουν οι Έλληνες εκτός των συνόρων μας. Και αυτό διότι, αντίθετα με τις διακηρύξεις του, το πολιτικό σύστημα λειτουργεί ενάντια σε κάθε τι το δημιουργικό, από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και προστατεύει την εργασία μέχρι τον τρόπο που συμπεριφέρεται στην επιχειρηματικότητα. Από τις μεγάλες ελληνικές μέχρι τις τοπικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, από τις ομάδες καλλιτεχνικής δημιουργίας μέχρι τους ελεύθερους επαγγελματίες, από τα πολιτιστικά ιδρύματα μέχρι τις μικρές κοινωνικές ομάδες που παλεύουν αφιλοκερδώς για το συλλογικό καλό, ακόμα και στο έργο των δικών του υπαλλήλων, το κράτος βάζει ανυπέρβλητα εμπόδια σε κάθε δημιουργική δραστηριότητα. Η γραφειοκρατία, οι περίπλοκες δομές, οι αργές διαδικασίες αδειοδότησης και δικαίωσης απέναντι στην κάθε παρανομία δημιουργούν ένα πλέγμα που απωθεί από τη χώρα μας κάθε τι δημιουργικό.

Το πέμπτο, είναι το δικαίωμα στην Ασφάλεια. Η δυνατότητά κάθε Έλληνα να οραματίζεται, να σχεδιάζει και να εργάζεται για να χτίσει το ατομικό και συλλογικό μέλλον που θέλει, ανακόπτεται από απρόβλεπτα περιστατικά. Προσωπικά θέματα, όπως θέματα υγείας, ή κοινωνικά, όπως η παραβίαση των νόμων από κάποιους, εντείνουν το αίσθημα της αδυναμίας, του φόβου και της ανασφάλειας που νιώθουμε. Ρόλος του κράτους και της πολιτικής ηγεσίας είναι να προσφέρουν κοινωνικές υπηρεσίες και αγαθά που ελαχιστοποιούν την επιρροή αυτών των περιστατικών στη ζωή μας, κυρίως των πιο αδύναμων συμπολιτών μας. Αντί γι’ αυτό όμως, το πολιτικό σύστημα όχι μόνο δεν ελαχιστοποιεί τα αποτελέσματα τέτοιων περιστατικών αλλά επιδεινώνει την αγωνία που νιώθουμε για το μέλλον μας με δικές του ενέργειες που μας αποσυντονίζουν και μας αποδιοργανώνουν. Τα τελευταία χρόνια, ο τρόπος καθιέρωσης και συλλογής νέων φόρων και εισφορών αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα όπου το κράτος για να υπηρετήσει βραχυπρόθεσμες ανάγκες του περιορίζει τη δυνατότητα όλων μας να προγραμματίσουμε το μέλλον μας και να δημιουργήσουμε συνθήκες που θα υπηρετούσαν και τους δικούς του στόχους.

Το έκτο, είναι το δικαίωμα στην Εκπροσώπηση. Σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή μας παίρνονται σε διεθνείς συλλογικότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ή μέσα από συμφωνίες που αυτές υπογράφουν με τρίτους. Παράδειγμα αποτελούν Κοινοτικές συμφωνίες, όπως του Schengen, που επηρεάζει τον ελληνικό τουρισμό, και εμπορικές, όπως η CETA, που εδραίωσε το δικαίωμα του Καναδά να παράγει τυρί το οποίο ονομάζει φέτα. Για να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά το κράτος, εκτός από τη δυνατότητα να ενημερώνεται, να μας ενημερώνει και να συνδιαμορφώνει μαζί μας άποψη, πρέπει να έχει εργαλεία να επιβάλει την άποψή του. Τέτοια εργαλεία αποτελούν η γεωπολιτική αξία της χώρας και η δύναμη της οικονομικής, της διπλωματικής και της αμυντικής της επάρκειας. Σήμερα, η πολιτική ηγεσία του τόπου και το κεντρικό κράτος αποτυγχάνουν ακόμα και στο να σχηματίσουν άποψη, πόσο μάλλον να την επιβάλουν.

Τα δικαιώματα δεν ιεραρχούνται και δεν διαχωρίζονται αλλά λειτουργούν συνθετικά για να δημιουργήσουν συνθήκες οικοδόμησης μιας ευνομούμενης κοινωνίας. Λειτουργούν μαζί και πολλαπλασιαστικά διότι μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί, για παράδειγμα, να ενισχύσει τη δημιουργία χωρίς να παρέχει ασφάλεια, δεν μπορεί να στηρίξει την πρόοδο αν δεν εξασφαλίσει την ισότητα όλων μας απέναντι στους νόμους και το κράτος, δεν μπορεί να εκπροσωπήσει αποτελεσματικά τα συμφέροντά μας χωρίς την ευρεία συμμετοχή μας στις διαδικασίες των αποφάσεων. Η διασφάλιση ενός δικαιώματος ενισχύει την αποτελεσματικότητα του επόμενου και από κοινού δημιουργούν τις συνθήκες ώστε ο καθένας μας να σχεδιάσει και να εργαστεί για το προσωπικό του μέλλον και συλλογικά να συνδιαμορφώσουμε και να οικοδομήσουμε το μέλλον της κοινωνίας μας.

Αναλογιστείτε τη λειτουργία ενός πολιτικού συστήματος του οποίου κάθε προτεραιότητα καθοδηγείται από την ανάγκη διασφάλισης των δικαιωμάτων μας. Ένα κράτος και μια πολιτική ηγεσία των οποίων κάθε απόφαση, νομοθετική πρωτοβουλία, αλλαγή προϋπολογισμού, επιλογή στη διαχείριση της περιουσίας τους προτάσσει την προάσπιση των δικαιωμάτων και κρίνεται από τον τρόπο που τα διασφαλίζει ή τα καταπατεί. Μια τέτοια πραγματικότητα μπορεί να μοιάζει απελπιστικά απόμακρη για εμάς που ζούμε σε ένα κράτος όπου το πολιτικό σύστημα εξουσιάζει χωρίς κριτήρια και η πολιτική ηγεσία υπόκειται στην κρίση μας μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Όμως ο αγώνας για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων μας, η προσπάθεια να τα θέσουμε ως κριτήρια για το έργο της πολιτείας, αποτελεί το μόνο δρόμο για να ζήσουμε μια μέρα σε μια πραγματική και ουσιαστική δημοκρατία.

Σημείο Αφετηρίας η Εξουσία

Σήμερα, το πολιτικό σύστημα ελέγχει και διαχειρίζεται τα πάντα: θέτει εθνικούς, τοπικούς και κλαδικούς στρατηγικούς στόχους, σχεδιάζει και υλοποιεί δομές μέσα στην κοινωνία, θέτει προδιαγραφές ποιότητας για υπηρεσίες και διαδικασίες τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, ελέγχει αν έχουν τηρηθεί οι προδιαγραφές και οι διαδικασίες που έχει θέσει, διαχειρίζεται τις δικές του δομές και διαδικασίες και, τέλος, διαχειρίζεται τους πόρους και τον πλούτο που ανήκει στην κοινωνία. Όταν δημιουργεί θεσμούς που μπορούν να αναλάβουν και να διαχειριστούν μέρος της εξουσίας του και της περιουσίας του ανακαλύπτει τρόπους να τους διατηρεί εξαρτημένους. Τους δίνει το έργο να διαχειριστούν τις δικές τους διαδικασίες αλλά όχι την εξουσία να αλλάξουν τις διαδικασίες υπέρ του πολίτη, τους δίνει χρήματα να ξοδέψουν αλλά όχι τη δύναμη να αποκτήσουν, να δημιουργήσουν και να διαχειριστούν πλούτο, τους ονομάζει ανεξάρτητους αλλά δημιουργεί εργαλεία, κενά και επικαλύψεις του νόμου για να τους έχει υπό τον έλεγχό του.

Μέσα από ένα δαιδαλώδες πλέγμα ρόλων και εξουσιών, επικαλύψεων και συναρμοδιοτήτων που δημιουργούν σύγχυση στον πολίτη, καταφέρνει να διατηρεί εξουσίες ακόμα και όταν η δηλωμένη πρόθεσή του είναι να τις παραδώσει. Και το κάνει διότι πάντα θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο για τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, δηλαδή την πολιτική δύναμη των χρημάτων, των προσλήψεων και των εξυπηρετήσεων που πάντα είχε. Κάθε φορά που αναρωτιόμαστε γιατί μια διαδικασία είναι τόσο ανορθόδοξη και αναποτελεσματική η αιτία είναι πάντα ίδια: οι επικαλύψεις και οι συναρμοδιότητες που έχει βάλει το πολιτικό σύστημα για να μη χάσει ποτέ τον έλεγχο της εξουσίας του.

Το αποτέλεσμα όμως είναι διπλά αρνητικό. Ο πολίτης νιώθει ότι τίποτα δεν λειτουργεί, ότι είναι εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση όπου τα πάντα απαγορεύονται, δεν γίνονται ή δεν ξέρουμε αν και πώς γίνονται, και το κράτος πνίγεται στη δική του περιπλοκότητα ώστε να μην του μένουν πόροι να κάνει τα στοιχειώδη, όπως στρατηγικό σχεδιασμό, τη θέσπιση προδιαγραφών ποιότητας και τον έλεγχο τήρησης και εφαρμογής των νόμων του.

Αποσυγκέντρωση Εξουσιών και Νέες Δομές

Το κράτος που έχουμε σήμερα ανάγκη πρέπει όχι μόνο να λειτουργεί αλλά πρωτίστως να θέσει τα δικαιώματα του πολίτη στο επίκεντρο των λειτουργιών του. Να έχει δομές καθαρές ώστε κάθε πολίτης να ξέρει ποιος είναι υπεύθυνος για κάθε θέμα. Να έχει διαδικασίες διαφανείς ώστε να ξέρουμε αν και πότε συμπεριφέρεται σε έναν από εμάς διαφορετικά απ’ ό,τι συμπεριφέρεται στους άλλους. Να στηρίζει θεσμούς που λογοδοτούν σε εμάς, που διασφαλίζουν ότι όλοι μπορούμε να βρούμε το δίκιο μας και ότι όσοι χρειαστούν την προστασία τους θα την έχουν. Να έχει συνέχεια και συνέπεια, ώστε να μας επιτρέπει να σχεδιάζουμε με αυτοπεποίθηση το ατομικό και συλλογικό μας μέλλον. Με άλλα λόγια, το κράτος που έχουμε σήμερα ανάγκη επιτρέπει στον καθένα μας να αναδείξει τον καλύτερό του εαυτό και μας ενώνει κάτω από κοινά ιδανικά ώστε μαζί να πετύχουμε περισσότερα απ’ ό,τι ο καθένας μόνος του και μαζί να διασφαλίζουμε ότι κανένας μας δεν περισσεύει.

Αν θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα, ώστε το κράτος να γίνει αποτελεσματικό σε αυτά που θα έπρεπε να κάνει και να αφιερωθεί στην προάσπιση των δικαιωμάτων μας, θα πρέπει να πάρουμε μια σειρά από δύσκολες αποφάσεις που θα οδηγήσουν στη ριζική αποσυγκέντρωση των εξουσιών του πολιτικού συστήματος εκεί που μπορούμε να κρίνουμε τον τρόπο εφαρμογής τους. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ξεκαθαριστούν οι ρόλοι και οι εξουσίες κάθε δομής του κράτους και των θεσμών που έχει φτιάξει, να σταματήσουν οι συναρμοδιότητες και οι επικαλύψεις και να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο ασφαλιστικών δικλείδων αλληλοελέγχου και ισορροπίας των εξουσιών, ώστε ούτε οι θεσμοί ούτε το κράτος να λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Θα πρέπει να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν διαδικασίες μέσα από τις οποίες όλοι οι φορείς που έχουν εξουσία θα είναι ανοιχτοί στη συμμετοχή μας και θα λογοδοτούν σε εμάς τους πολίτες. Και αφότου ξεκαθαριστούν οι ρόλοι και δημιουργηθούν διαδικασίες συμμετοχής μας, θα πρέπει να αναβαθμιστούν οι θεσμοί, οι φορείς και οι αρχές ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν περισσότερες εξουσίες.

Έτσι, η αποσυγκέντρωση των εξουσιών του κεντρικού κράτους δεν αφορά μόνο την αποκέντρωση αρμοδιοτήτων όπως την αντιλαμβανόμασταν μέχρι σήμερα. Αφορά τη ριζική μεταφορά εξουσιών και περιουσίας σε θεσμούς, φορείς και αρχές που θα λογοδοτούν για τον τρόπο που τα διαχειρίζονται. Θεσμούς υπάρχοντες, όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η Δικαιοσύνη, τα Επιμελητήρια, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα που πρέπει να αναβαθμιστούν και να ανεξαρτητοποιηθούν, θεσμούς που μπορούν να ενισχυθούν και να απελευθερωθούν από τον εναγκαλισμό του κράτους, όπως συνεταιρισμοί και συνδικαλιστικοί φορείς και θεσμούς που θα δημιουργηθούν ώστε να συμμετέχουν σε αυτούς όλοι οι ενδιαφερόμενοι γύρω από μια εξουσία ή τη διαχείριση ενός δημόσιου πόρου ή αγαθού. Στη διαχείριση και αξιοποίηση μιας πλουτοπαραγωγικής πηγής, για παράδειγμα, θα πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν τόσο όσοι έχουν κάτι να κερδίσουν από την αξιοποίησή της όσο και όσοι έχουν να χάσουν, σε έναν ανοιχτό διάλογο που συνυπολογίζει τις ανάγκες όλων και το καλό του τόπου.

Ειδικά σε θέματα που το κράτος έχει δείξει απίστευτη ανικανότητα να διαχειρίζεται εξουσία και πόρους και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πολίτη θα πρέπει να εμπιστευτεί θεσμούς που μπορούν να το βοηθήσουν. Για παράδειγμα, είναι αδιανόητο ότι το κράτος εμπιστεύεται ιδιώτες επιχειρηματίες για να διαχειριστούν σχολεία και νοσοκομεία αλλά δεν εμπιστεύεται την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ότι καθυστερεί να ανταποκριθεί σε αιτήματα για αδειοδοτήσεις και πιστοποιήσεις και δεν συνεργάζεται με Επιμελητήρια, συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών που έχουν τη γνώση να το βοηθήσουν. Ότι, ενώ τους εμπιστεύεται τα παιδιά μας και το μέλλον τους, ακόμα θέλει να ελέγχει τους χρηματικούς και ανθρώπινους πόρους των πανεπιστημίων και των σχολείων. Ότι δεν χρησιμοποιεί κοινότητες ενδιαφερομένων για να αναδείξει και να διαχειριστεί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, τις οποίες έχει το ίδιο απαξιώσει με την κακοδιαχείρισή τους.

Με αυτόν τον τρόπο το πολιτικό σύστημα της χώρας θα μπορέσει να αφιερωθεί στη διαχείριση εθνικών θεμάτων, όπως είναι η άμυνα, η διπλωματία, η εθνική μας ταυτότητα και η προστασία της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς, να θέτει στρατηγικούς στόχους, όπως για παράδειγμα για την ανάπτυξη, να θέτει προδιαγραφές ποιότητας για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι άλλοι θεσμοί και οι ιδιώτες και να διασφαλίζει τον πολίτη σε κάθε του συναναστροφή με τις άλλες εξουσίες.

Αποσυγκέντρωση και Δημοκρατία

Χωρίς αμφιβολία, η ριζική αποσυγκέντρωση του κράτους δημιουργεί σε πολλούς δικαιολογημένες ανασφάλειες. Διότι όλοι γνωρίζουμε περιπτώσεις όπου ακόμα και η απλή αποκέντρωση αρμοδιοτήτων δημιούργησε προβλήματα και νέες εστίες διαφθοράς, όπως οι πολεοδομίες. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να επιτρέψουμε στο πολιτικό σύστημα να λειτουργεί μονοπωλιακά και ανεξέλεγκτα όπως λειτουργούσε μέχρι σήμερα. Άλλωστε, αν συγκρίνει κανείς την εξέλιξη των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την εξέλιξη του κεντρικού κράτους, θα συνειδητοποιήσει γρήγορα ότι σε 20 χρόνια οι υπηρεσίες των περιφερειών και των δήμων εξελίχθηκαν υπέρ του πολίτη απείρως πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι εξελίχθηκαν σε 200 χρόνια αυτές του κεντρικού κράτους. Και θα μπορούσαν να εξελιχθούν ακόμη περισσότερο, αν το κεντρικό κράτος δεν προσέθετε συνέχεια εμπόδια στη λειτουργία τους. Και αυτό διότι οι εξουσίες της αυτοδιοίκησης κρίνονται άμεσα και καθημερινά από τον πολίτη, ενώ του κεντρικού κράτους απλά απεικονίζονται στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας σήμερα.

Η συμμετοχή των ενδιαφερομένων πολιτών στον έλεγχο της εξουσίας αλλά και τη διαχείρισή της αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας και το μόνο τρόπο διασφάλισης των δικαιωμάτων μας. Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά όλες τις λεγόμενες δημοκρατικές χώρες του κόσμου που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Διότι ο συνδυασμός κλειστών και συντηρητικών δομών εξουσίας μαζί με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μίγμα απαξίωσης του πολίτη, φτωχοποίησης της κοινωνίας μας και διάλυσης της μεσαίας τάξης που έχει ημερομηνία λήξης με αναπάντεχα αποτελέσματα για τα πολιτικά μας συστήματα.

Σε αυτό το εχθρικό περιβάλλον, το ένστικτο της πολιτικής ηγεσίας θα είναι να κλειστεί περισσότερο στις περίπλοκες δομές της, να προστατευτεί από τη βούληση του πολίτη. Έργο δικό μας θα είναι να ανοίξουμε αυτές τις δομές με αυτοπεποίθηση και να απαιτήσουμε την ειρηνική μεταφορά εξουσιών κοντά σε εμάς, μέσα από ουσιαστικά συστήματα και διαδικασίες συμμετοχής και λογοδοσίας. Αυτό σημαίνει ένα πλέγμα από δομές και εργαλεία με τα οποία οι εξουσίες του πολιτικού συστήματος θα είναι διαθέσιμες στη συμμετοχή μας, στις παρεμβάσεις, στις ιδέες και στις ανησυχίες μας.

Με άλλα λόγια, αντί για πολιτική ηγεσία που τη φοβάται και την απαξιώνει θα πρέπει να επιλέξουμε μια πολιτική ηγεσία που πιστεύει, εμβαθύνει και αναβαθμίζει τη δημοκρατία.

Πολίτης και Πολιτική Εξουσία

Η συντηρητική θεώρηση αντιμετώπισης της κρίσης μάς έχει πείσει ότι ο μόνος τρόπος για να βγούμε από αυτήν είναι να παλεύουμε ο καθένας για το άτομό του. Ότι αν δώσουμε ο καθένας τον καλύτερό του εαυτό η κοινωνία θα πάει μπροστά. Δεν είναι αλήθεια αυτό γιατί δεν είναι αρκετό. Η πραγματικότητα είναι ότι από την κρίση δεν θα βγούμε ένας ένας. Ή θα βγούμε μαζί ή δεν θα βγούμε καθόλου.

Διότι, ενώ είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τις προσωπικές ευθύνες μας για το παρελθόν και να σηκώσουμε το βάρος που μας αναλογεί για το μέλλον της χώρας μας, χρειαζόμαστε μια πολιτική ηγεσία που ενώνει τις φιλοδοξίες μας και δείχνει το δρόμο, δίνει το παράδειγμα και αναλαμβάνει τις δικές της ευθύνες πρώτη, όπως αρμόζει σε μια ηγεσία. Μία πολιτική ηγεσία που εκφράζει όραμα, θέτει στόχους εθνικούς που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κοινωνίας μας και διασφαλίζει ότι ο καθένας μας μπορεί να δει το δικό του ρόλο και το δικό του όφελος μέσα σε αυτούς. Στόχους που συνάδουν με την ιστορία, τις παραδόσεις και τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, που αξιοποιούν τους πόρους της πατρίδας μας προς όφελος όλων μας, με τρόπο τέτοιο ώστε να μην αδικούμε ο ένας τον άλλο και μαζί να μην αδικήσουμε τις επόμενες γενιές. Στόχους με τους οποίους μπορεί να μας εμπνεύσει και γύρω από τους οποίους μπορεί να μας κινητοποιήσει σε μια εθνική, συλλογική προσπάθεια.

Η πολιτική ηγεσία που εκφράζει όραμα για την κοινωνία, που εργάζεται με ένα κράτος που λειτουργεί προς όφελος του πολίτη, και μαζί λογοδοτούν σε εμάς, ανατρέπει τη λογική του σημερινού πολιτικού συστήματος και δημιουργεί τις συνθήκες για την κοινωνία που οραματιζόμαστε. Διότι μια τέτοια πολιτική ηγεσία βάζει το καλό όλων μας πάνω από το καλό της εξουσίας, βάζει το μακροχρόνιο καλό της κοινωνίας πάνω από το άμεσο κέρδος των λίγων και συνυπολογίζει το πολιτιστικό και κοινωνικό ισοζύγιο κάθε απόφασης δίπλα στο οικονομικό.

Αυτή η πολιτική ηγεσία αντί να βλέπει το μέλλον μέσα από τις δικές της δυνατότητες θα βλέπει το μέλλον μέσα από τις δικές μας, θα καταλαβαίνει την κοινωνία μας όχι όπως είναι αλλά όπως μπορεί να είναι, και θα αποδέχεται ότι η δύναμή της δεν προέρχεται από την εξουσία που ασκεί αλλά από τον τρόπο που τη μοιράζεται.

Μια τέτοια ηγεσία θα χαρακτηρίζεται από ουσιαστική πίστη στις δυνάμεις μας, στη δυνατότητά μας να συμμετέχουμε στη λήψη αποφάσεων και να συνδιαμορφώνουμε το μέλλον μας, ειλικρινή πεποίθηση ότι συλλογικά μπορούμε να πετύχουμε περισσότερα απ’ ό,τι μπορεί ο καθένας μόνος του και απόλυτη αφοσίωση στην ιδέα ότι εμείς οι Έλληνες θα μεγαλουργήσουμε όταν νιώσουμε ελεύθεροι να εργαστούμε για να κάνουμε πράξη τα όνειρά μας. Με άλλα λόγια, μια τέτοια ηγεσία θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από τέτοια αγάπη και πίστη στον Έλληνα που θα είναι έτοιμη να διεκδικήσει την εξουσία για να του την παραδώσει.

Μια τέτοια ηγεσία μπορεί να είναι μόνο Σοσιαλιστική. Είναι η μόνη που το έχει επιδιώξει στο παρελθόν και η μόνη που μπορεί να μάθει από τα λάθη που έκανε.

Η Δύναμη στην Κοινωνία

Κάθε κοινωνίας η δύναμη ορίζεται από τον τρόπο που ο πολίτης βλέπει τον εαυτό του μέσα σε αυτή. Στο ερώτημα «τι σημαίνει για μένα να είμαι Έλληνας πολίτης» το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότεροι θα αποταθούμε στην ιστορία και στην παράδοσή μας για να μη βρεθούμε αντιμέτωποι με τη σημερινή πραγματικότητα. Θα μιλήσουμε για το χθες μας για να μη μιλήσουμε για την εμπειρία να είμαστε πολίτες αυτής της χώρας σήμερα. Το αύριο δεν περνάει καν από το μυαλό μας. Αυτό όμως αδικεί και εμάς και την πατρίδα μας. Αδικεί τις επόμενες γενιές Ελλήνων. Μας απαξιώνει.

Προσωπικά, θα ήθελα να μπορώ να πω ότι είμαι Έλληνας πολίτης διότι νιώθω ελεύθερος. Ελεύθερος από φόβο και ανασφάλεια. Ελεύθερος να ολοκληρωθώ ως άνθρωπος. Ελεύθερος να διαμορφώσω το μέλλον μου και το μέλλον της οικογένειάς μου. Υπεύθυνος να συνδιαμορφώσω το μέλλον της κοινωνίας μου. Ότι έχω το χώρο και τη δύναμη να χτίσω για μένα, την οικογένεια και την κοινωνία μου ένα καλύτερο αύριο, διασφαλίζοντας για μένα αλλά και για κάθε άλλον Έλληνα χωρίς διακρίσεις τα δικαιώματα που μας οφείλει η χώρα μας.

Για να φτάσουμε, όμως, εκεί θα πρέπει να πάψουμε να νιώθουμε εγκλωβισμένοι σε μια πραγματικότητα που δεν μας ταιριάζει, φυλακισμένοι μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Κοινή μας αφετηρία η αγάπη για την πατρίδα μας και η πίστη στις δυνάμεις μας. Η πίστη ότι η απόσταση που χωρίζει τη χώρα μας σήμερα από εκεί που θα βρίσκεται μετά τα μνημόνια ωχριά μπροστά στην απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα σήμερα από εκεί που θα μπορούσε να είναι. Και η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει Έλληνας και Ελληνίδα που να μην ονειρεύονται την πατρίδα τους όπως θα μπορούσε να είναι, αν δουλεύαμε συλλογικά και ανεμπόδιστα, αν συνεργαζόμασταν για να αξιοποιήσουμε τους αστείρευτους πόρους που έχουμε στη διάθεσή μας.

Κοινός μας στόχος, η δημιουργία μιας κοινωνίας που σέβεται κάθε πολίτη και διασφαλίζει τα δικαιώματά του, που επιτρέπει σε κάθε άνθρωπο να βάζει στόχους και να ολοκληρώνεται, που εκφράζει κοινά οράματα και λειτουργεί συλλογικά για να τα κάνει πράξη. Η δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατίας μέσα στην οποία ακούγεται κάθε φωνή και μέσα στην οποία οι αποφάσεις παίρνονται συλλογικά.

Κοινή μας φιλοδοξία η αναγέννηση της Ελλάδας. Η αναγέννηση που θα έρθει όταν το μέλλον που θα χαράξουμε θα είναι πραγματικά δικό μας. Όταν οι δυνάμεις στις οποίες θα στηριχθούμε θα είναι πραγματικά δικές μας. Και όταν τα επιτεύγματα για τα οποία θα είμαστε περήφανοι θα είναι πραγματικά δικά μας. Η αναγέννηση δηλαδή που θα έρθει όταν για μια ακόμη φορά νιώσουμε ότι αυτή η χώρα είναι πραγματικά δική μας.