Eνώπιον της πραγματικότητας

Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΑΤΟΣ
τ. Δήμαρχος

Θα σας διηγηθώ δυό ιστορίες ντόπιες, για ένα μικρό διάλειμμα. Να ξεχάσετε κάπως την πείνα σας… Συνέβησαν πριν από ένα αιώνα! (Σήμερα η ….ΕΠΕ ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μας δημιουργεί άλλες ιστορίες).

❶ Προπολεμικά η λιμενολεκάνη τ’ Αργοστολίου ήταν αβαθής και πολλά επιβατηγά πλοία, δεν πλεύριζαν στην προβλήτα, επειδή είχαν βύθισμα μεγαλύτερο. Το ύφαλο τμήμα των δεν ήταν κοίλο -όπως τα περισσότερα σήμερα-, αλλά είχαν καρίνα! Παρέμεναν, λοιπόν, αρόδου και η επιβίβαση και αποβίβαση των ταξιδιωτών, με τις αποσκευές των, εξυπηρετείτο με βάρκες! Οι βαρκάρηδες είχαν την επίσημη ονομασία «λεμβούχοι».

Μιά μέρα, σφύριξε τρίτη φορά το βαπόρο, σήκωσε την άγκυρα και άρχισε την αναχώρησή του από το λιμάνι.

Εκείνη τη στιγμή έφθασε στην Παραλία ο Δεσπότης, καθυστερημένα. Αμέσως, οι λεμβούχοι -που θάπαιρναν γερό κόμιστρο-, άρχισαν να φωνάζουν δυνατά, ν’ ακούσει κάποιος επιβάτης ή αξιωματικός του πλοίου, για να σταματήσει: «εεεεε. Ταξιδεύει ο Δεσπότηηηης»… «Σταματείστε». «Δεν ακούτε ωρέεες;». Θέλετε ο αέρας, θέλετε η απόσταση δεν σταματούσε το πλοίο. (Αλλωστε δεν επιτρέπεται αυτό, πλην από περιπτώσεις υγείας). Αφού εξαντηληθήκανε και αποκαρδιωθήκανε, βραχνιάζοντας οι λεμβούχοι, φωνάξανε για τελευταία φόρα: «Ωρές διαοοοοόλοι, περιμένετε να πάρετε το Δεσπόοοοτηηη…».

❷ Στις αρχές του 20ού αιώνα, ζούσε σε μία γειτονιά τ’ Αργοστολίου, μιά ηλικιωμένη φτωχούλα, που είχε μοναδική συντροφιά τρεις-τέσσαρες γάτες. Η περιποίηση τους ήταν φυσικά περιορισμένη, γι’ αυτό και τα ζωάκια της, αλήτευαν στη γειτονιά για να συμπληρώσουν τα προς το ζην…

Απέναντι, ζούσε επίσης, μία γριά, ξεπεσμένη αρχόντισσα, σεμνή, ήσυχη, μορφωμένη, που συντηρούταν από τη σύνταξη του άντρα της!

Οι γάτες της πρώτης, ενοχλούσαν τακτικά τη Σιόρα Ελένη. Εμπαιναν στο σπίτι της και της μαγάριζαν πολλές φορές τα τρόφιμά της.

Εκανε συνεχείς παρατηρήσεις, στ’ αφεντικό τους, αλλά αυτές δεν εννοούσαν …να συμμορφωθούν:

  • Δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω μ’ έχουνε ρημάξει. Τι θα γίνει κυρά μου;

→ Τι να τους κάνω Σιόρα Ελενίτσα μου; Μαζεύονται οι γάτες; Δεν είναι σκυλιά για να τα δέσω.

Το κακό συνεχιζόταν και κάποια μέρα η Σιόρα Ελένη, έκαμε έντονες παρατηρήσεις στην γατοϊδιοκτήτρια. Η τελευταία αγανακτισμένη, λέει στη Σιόρα.

→ Δεν μ’ αφήνεις ήσυχη, κυρά μου, εεε, κυρά Αλεπούυυυ…

  • Τώρα θα σε τακτοποιήσω ανεδέστατη, για να μάθεις. Θα σε πάω στο Δικαστήριο.

Ανέθεσε την υπόθεση σε δικηγόρο. Οταν ειδοποιήθηκε ο …θύτης για τη δικάσιμο, αναγκάστηκε και αυτή να προσφύγει σε δικηγόρο. Πήγε λοιπόν σε έναν φιλάνθρωπο, απλοϊκό και ισχνών απαιτήσεων (είχε διατελέσει και δήμαρχος Αργοστολίου) δικηγόρο και του ανέθεσε την υπεράσπισή της. Αρχισε η δίκη, η πολιτική αγωγή δριμύτατη και εντυπωσιακή. Η υπεράσπιση αγωνιζόταν, παρατάσσοντας διάφορα επιχειρήματα, τονίζοντας την φτώχεια και την ερημιά της πελάτισσας, αλλά έβλεπε στα πρόσωπα των δικαστών πως δεν έπιαναν καθόλου τόπο και το αποτέλεσμα θα ήταν καταδικαστικό. Επιστράτευσε, λοιπόν, τις τελευταίες δυνάμεις του και απευθύνθηκε προς το Δικαστήριον, είπε:

«Αξιότιμοι κύριοι Δικαστάς, εφιστώ την μεγίστην προσοχήν σας. Η πελάτης μου -καίτοι αγράμματος-, δεν απεκάλεσε την ενάγουσα μαϊμού! Την είπε αλεπού, η γούνα της οποίας κοσμεί τους ώμους των κυριών της Γαλλικής αριστοκταρίας».

Εγινε χαμός στο Δικαστήριο. Γέλασαν όλοι. Πείστηκε η κατηγορούμενη να ζητήσει «συγγνώμη» και έληξε η υπόθεση ….αναίμακτα.