Tης Μυρτώς Λοβέρδου
Ο Γιάννης Διακογιάννης, η φωνή που «μας ενώνει και μας δονεί», το συνώνυμο του ποδοσφαίρου, των αγώνων, του αθλητισμού, με τις εκατοντάδες μεταδόσεις, εδώ και χρόνια δεν παρακολουθεί πλέον το ελληνικό πρωτάθλημα και αρνείται να παίξει ΠΡΟΠΟ, γιατί «ξέρεις τι γίνεται;»….
Με μια καριέρα που ονειρεύεται κάθε νεώτερος αθλητικός σχολιαστής, και όχι μόνο, αυτός ο μισός Κυκλαδίτης και μισός Γάλλος, που προτιμά τον στίβο από το ποδόσφαιρο και την Κάλλας από τον Πελέ, δεν ξεπέρασε ποτέ την αγάπη του για τη μουσική και θα τα άλλαζε όλα για να γίνει Ντομίνγκο.
– Kύριε Διακογιάννη, το Σάββατο είναι ο τελικός του Champions League: Ρεάλ ή Λίβερπουλ;
«Εχω μεταδώσει 31 από τους 61 τελικούς του Champions League, από το 1969 που έκανα την πρώτη αναμετάδοση, Μίλαν-Αγιαξ, 4-1. Το 2000 ήταν η τελευταία στο Παρίσι, Ρεάλ – Βαλένθια, 3-0.
»Ο τελικός του Σαββάτου, έχει λογικό φαβορί τη Ρεάλ, αν η μπάλα και το ποδόσφαιρο έχουν λογική. Η Ρεάλ έχει μεγάλη εμπειρία, έχει κερδίσει τα δύο προηγούμενα, έχει έμπειρους παίκτες, περισσότερο αέρα. Κυρίως με τη μεσαία γραμμή της, Μόντριτς-Κασεμίρο – Κρόος που είναι η βάση. Και φυσικά έχει τον Ράμος, τον Ρονάλντο.
»Η Λίβερπουλ είναι επίσης μια έμπειρη ομάδα, με καλούς επιθετικούς _Φιρμίνιο, Σάλαχ, Μανέ. Δεν θα είναι εύκολος αγώνας. Εχει όμως αδυναμίες στην άμυνα και δεν έχει έμπειρο τερματοφύλακα. Η μεσαία γραμμή της είναι γερασμένη. Φάνηκε και στον δεύτερο αγώνα με τη Ρόμα. Η Λίβερπουλ είναι μια αθλητική ομάδα, αλλά δεν έχει τα ταλέντα που είχε παλιά.
»Από τους πέντε τελικούς του Champions League που έχει κερδίσει η Λίβερπουλ, έχω μεταδώσει τους τέσσερις. Πριν από 37 χρόνια, το 1981, στο Παρίσι είχαν παίξει Λίβερπουλ – Ρεάλ και είχε νικήσει 1-0 η Λίβερπουλ.
»Γνώρισα τη Ρεάλ το ΄56 όταν κέρδισε τη γαλλική Ρενς, στο πρώτο κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, 4-3. Θυμάμαι, μέσα στο γήπεδο, στο Παρκ Ντε Πρενς, ήμασταν εγώ κι ο Γιάννης Σπάρτακος. Ηταν η εποχή του Πούσκας, τον οποίο είχα ήδη δει με την Εθνική Ουγγαρίας στο Παρίσι και μετά με την Ρεάλ».
– Στη Γαλλία αγαπήσατε το ποδόσφαιρο;
«Οχι. Την μπάλα την γνώρισα λίγο μετά την κατοχή, γύρω στο ΄44-΄45. Με πήρε ο θείος μου ο Νικήτας, που ήταν τερματοφύλακας στον Αθηναϊκό και πήγαμε να δούμε ένα φιλικό παιχνίδι. Επαιζαν Παναθηναϊκός-ΑΕΚ, σκορ 1-1. Εγινα Παναθηναϊκός.
»Ως τότε ήμουν στην εφηβική ομάδα μπάσκετ της Ενωσης Παγκρατίου και αθλητής στίβου, εκατό, διακόσια, μήκος. Πήγαινα στη σχολή Καλπάκα και στους αγώνες της εποχής, ανάμεσα στα ιδιωτικά σχολεία, είχα έρθει δεύτερος στα εκατό και πρώτος στα 300. Ημουν δρομέας ταχυτήτων.
»Πρώτα με τράβηξε ο στίβος. Είμαι λάτρης του στίβου. Αλλά για να είμαι ειλικρινής είμαι πρώτα λάτρης της μουσικής και μετά του στίβου».
– Και πως στραφήκατε στη δημοσιογραφία;
«Στη Γαλλία. Εκεί σπούδασα δημοσιογραφία, αθλητική δημοσιογραφία. Και συγχρόνως ήμουν ανταποκριτής της μοναδικής τότε αθλητικής εφημερίδας, της “Αθλητικής Ηχούς”. Κι έτσι είχα μια ταυτότητα εισόδου σε όλα τα γήπεδα της Γαλλίας. Συνεργαζόμουν ερασιτεχνικά και με το εβδομαδιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε με τη γαλλική εφημερίδα “L’ Equipe”. Εκεί γνώρισα μεγάλους δημοσιογράφους, παρακολούθησα και αρκετά μαθήματα. Ολα αυτά από το ΄54 ως το ΄60. Εμεινα έξι χρόνια στο Παρίσι».
– Προτιμούσατε να είχατε ασχοληθεί με τη μουσική;
«Ναι, εγώ ήθελα να γίνω μουσικός. Η μητέρα μου έπαιζε ωραίο πιάνο, είχαμε πιάνο στο σπίτι, και ο παππούς μου ο Γάλλος, που ήταν χρυσοχόος, έπαιζε ακόμα και άρπα. Είχα αρχίσει να παίζω πιάνο με τη βοήθεια της μητέρας μου, έκανα μαθήματα, με την κυρία Σακελλαρίου _που ήταν συγγενής του Αττίκ. Το ΄42, στην Κατοχή, πεθαίνει ο μπαμπάς από καρκίνο στον εγκέφαλο. Ημουν έντεκα ετών. Αναγκάστηκε η μητέρα μου να πουλήσει το πιάνο κι ένα οικόπεδο που της είχε αφήσει ο μπαμπάς. Μου είπε ότι δεν είχαμε λεφτά για να συνεχίσω. Σιγά-σιγά μπήκα στον αθλητικό χώρο. Οταν γύρισα από τη Γαλλία δούλεψα στην εφημερίδα “Ελευθερία” του Κόκκα, στην Πανεπιστημίου και στην “Αθλητική Ηχώ”».
– Ρεπορτάζ και σχολιασμό;
«Τότε τα αθλητικά ήταν μια στήλη. Θυμάμαι, σχεδόν κάθε βράδυ, από το ΄62 και μετά, πήγαιναν στο γραφείο του Κόκκα ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Σοφοκλής Βενιζέλος με τον ιδιαίτερό του, Παύλο Βαρδινογιάννη, και άλλοι…. Τότε άρχισα να γράφω και λίγο πολιτικό ρεπορτάζ, γιατί είχα πάει στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων».
– Τι θυμάστε από την αρχή της τηλεόρασης; Από τις πρώτες φορές;
«Το ΄66 με φώναξε ο Γιαννακάκος, τότε διευθυντής του ΕΙΡ, να κάνω την πρώτη μετάδοση του Παγκοσμίου Κυπέλου. Δεν ήταν ζωντανή. Κάθε μεσημέρι κατέβαινε ένας υπάλληλος του ΕΙΡ στο αεροδρόμιο, στο Ελληνικό, έπαιρνε μια μπομπίνα του BBC από τον αγώνα της προηγουμένης και την έφερνε. Αν και ο κόσμος ήξερε το αποτέλεσμα, δεν είχε δει τον αγώνα. Τότε το στούντιο ήταν στην Πλατεία Βικτωρίας, εκεί που είναι σήμερα ο ΟΤΕ. Μετέδωσα 11 ή 12 αγώνες…
»Ο στίβος άρχισε να μεταδίδεται το ΄69 που έγινε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, στο Καραϊσκάκη. Ημουν μαζί με τον Γεωργόπουλο, τον παλιό αθλητή. Μετά ήρθε ο Βαγγέλης Φουντουκίδης, ο Σταύρος Τσώχος, ο Μαυρομάτης και ο Νίκος Κατσαρός. Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες που μεταδόθηκαν ήταν το ΄72 στο Μόναχο.
»Το ΄69 μεταδόθηκε το Champions League, για πρώτη φορά. Δεν μεταδώσαμε όλο τον αγώνα, αλλά το δεύτερο ημίχρονο. Γιατί, όπως μου είχε πει ο Γιαννακάκος, ήταν η πρώτη φορά που συνδεόταν η ΕΡΤ με την Eurovision και ανησυχούσε πως θα βγει η εικόνα. Με έστειλε εμένα στο στούντιο _είχαμε μετακομίσει στην Αγία Παρασκευή πια, να δω το πρώτο ημίχρονο, το αποτέλεσμα, αλλά να δω την εικόνα. Να γράψω τα γκολ αν υπήρχαν και μετά να μεταδώσω ζωντανά πλέον, το δεύτερο. Δώσαμε τα δύο γκολ του πρώτου ημιχρόνου και ύστερα ζωντανά το δεύτερο ….».
– Αλήθεια πως έχετε συγκρατήσει τόσα αποτελέσματα, τόσα σκορ, τόσους αγώνες;
«Εχω, από μικρό παιδί, ένα καλό που με βοήθησε και αργότερα όταν έγινα επαγγελματίας. Εχω αρχείο. Οχι μόνο αθλητικό… Και του σινεμά, και της μουσικής, και των σκηνοθετών. Εχω γύρω στα 2.000 cd από κλασική μουσική μέχρι Μοσχολιού, που μου άρεσε πολύ και Γαλάνη, που τη θεωρώ την τελευταία μεγάλη. Το αρχείο με βοήθησε να γράψω έντεκα βιβλία».
– Ποιες μορφές ξεχωρίζετε στον στίβο;
«Τον Καρλ Λιούις και τον 800αρη Σεμπάστιαν Κόου. Αγαπούσα πολύ τις ταχύτητες. Για μένα τα 800 μέτρα είναι το ωραιότερο αγώνισμα. Αγαπώ τον στίβο, το ποδόσφαιρο, τον αθλητισμό, αλλά απ΄όλα αγαπώ τη μουσική. Ανάμεσα σε έναν τελικό παγκόσμιου κυπέλου και τη Μαρία Κάλλας στο Ηρώδειο, θα ήθελα να δω, εκατό φορές πιο πολύ, τη Μαρία Κάλλας στο Ηρώδειο. Ανάμεσα στην Κάλλας και το Πελέ, θα διάλεγα την Κάλλας. Της έχω ακόμα μεγάλη αδυναμία».
– Στον Παναθηναϊκό;
«Στον Παναθηναϊκό έπαιξε μεγάλο ρόλο ο Απόστολος Νικολαϊδης. Ο Παναθηναϊκός είχε δέκα επτά αθλητικά τμήματα και στα δέκα έξι ήταν πρωταθλητής Ελλάδας. Μεγάλη προσωπικότητα. Από εκείνον έμαθα ότι θα παραχωρήσει τον Παναθηναϊκό στην οικογένεια Βαρδινογιάννη, μια επιλογή που ήταν σωστή. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης όταν πήρε την ομάδα, πήρε τον προπονητή της Αγγλίας Σερ Αλφ Ράμσεϊ, από τον οποίο βελτίωσε τις ποδοσφαιρικές του γνώσεις και ίδιος μπάλα».
– Πώς συνδυάζετε την μπάλα με τη μουσική;
«Θυμάμαι το 1990 που ήμουν στην Ιταλία, για το Παγκόσμιο Κύπελο, παραμονή του μεγάλου τελικού, πήγα στις Θέρμες του Καρακάλα. Ηθελα να παρακολουθήσω το τρίο Καρέρας, Ντομίνγκο, Παβαρότι και πλήρωσα για ένα εισιτήριο σχεδόν όσα έπαιρνα τον μήνα. Καθόμουν στη δωδέκατη σειρά. Ξαναπλήρωσα πολλά όταν, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Αντζελες, με μια φίλη μου, υπεύθυνη τύπου της Eurovision, πήγαμε να ακούσουμε τον Φρανκ Σινάτρα. Η ΕΡΤ τότε μας έδινε 67 δολάρια τη μέρα για να φάμε και να κοιμηθούμε και το εισιτήριο έκανε 88. Ο Σινάτρα επί δυόμιση ώρες δεν σταμάτησε να τραγουδά. Ηταν μέγας “αλήτης”, ωραίος “αλήτης” ο Σινάτρα. Αλλά πήγα και στη Σκάλα του Μιλάνου όταν τραγουδούσε Ντομίνγκο στην όπερα του Βέρντι “Μποκανέγκρα”. Και μετά στο εστιατόριο που πήγαμε ήρθε και ο Ντομίνγκο. Του έπιασα την κουβέντα… Φεύγοντας μου είπε «καληνύχτα». Λίγο βαρύτονος ο Ντομίνγκο, ωραίος τύπος, τον είχα δει και στο Ηρώδειο. Από την άλλη ο Παβαρότι, τεράστια φωνή.
»Σπίτι βάζω συχνά cd με γαλλικά τραγούδια. Είδα στο Παρίσι την Πιάφ, τον Σαρλ Τρενέ και άλλους… Η Πιάφ ήταν ο Αμερικανός Σινάτρα, με μια φωνή που έβγαινε από μέσα της…. Είδα τον Μπεκό, τον Αζναβούρ».
– Αλήθεια, κύριε Διακογιάννη, τι κάνει αξεπέραστο το ποδόσφαιρο…
«Είναι λαϊκό σπορ, έχει το μεγάλο τόπι. Για μένα ο στίβος, ένα ωραίο 800αρι είναι καλύτερα από έναν αγώνα ποδοσφαίρου, που πολλές φορές δεν σε συγκινεί, δεν σου αρέσει, είναι κακοφτιαγμένο, κακοπαιγμένο. Κυνηγάνε μόνο το αποτέλεσμα».
– Λέμε ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι πια το ίδιο. Ισχύει;
«Ασφαλώς δεν είναι ίδια πια η μπάλα. Κυνηγάνε κυρίως το αποτέλεσμα, αδιαφορώντας για το θέαμα. Υπάρχουν ομάδες οι οποίες και προσφέρουν θέαμα και στο τέλος είναι οι νικήτριες… Αυτό το ποδόσφαιρο το αμυντικό, που κοιτάει πρώτα το αποτέλεσμα και δεν ενδιαφέρεται για το αν ο κόσμος φεύγει ευχαριστημένος από το γήπεδο (εκτός από τον φανατικό οπαδό, που φεύγει ευχαριστημένος ό,τι και να συμβεί, ακόμα και με ένα ψεύτικο πέναλντι), εμένα δεν με εκφράζει.
»Ποιοτικά το ποδόσφαιρο έχει πέσει. Δεν υπάρχουν οι πολύ μεγάλοι ποδοσφαιριστές. Υπάρχουν πέντε-δέκα, το πολύ είκοσι, ποδοσφαιριστές του επιπέδου των προηγούμενων δεκαετιών. Πελέ δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει. Εχω δεν τον Ντι Στέφανο, τον Γιόχαν Κρόιφ, τον Φέρεντς Πούσκας, τον Μπόμπι Τσάρλτον, τον Φραντς Μπεκεναμπάουερ πους, τον Μισέλ Πλατινί, τον Κέννυ Νταλγκλίς, τους βραζιλιάνους Γκαρίνσα και Ρονάλντο, τον Τζιάνι Ριβέρα τον Εουσέμπιο και άλλους. Δεν υπάρχουν τέτοιοι παίκτες σήμερα. Ο Ρονάλντο είναι καλός ποδοσφαιριστής, κυρίως όμως είναι πολύ καλός αθλητής,δεν είναι βιρτουόζος. Βιρτουόζος είναι ο Μέσι… Αλλά ο Πελέ τα είχε όλα. ».
– Πώς κρίνετε τους Ελληνες παίκτες σήμερα;
«Δύο-τρεις έλληνες που παίζουν στην Ευρώπη ίσως είναι καλοί. Ο Μήτρογλου ίσως, ο Μανωλάς στην Ρόμα και ο Παπασταθόπουλος στη που παίζει είναι καλός παίκτης αλλά αμυντικός και η Ιταλία έχει πολλούς αμυντικούς.
»Μου κάνει εντύπωση ότι έχουν βγει ταλέντα στο βόλεϊ, στο μπάσκετ, στη γυμναστική, στην ενόργανη, Ολυμπιονίκες, αλλά όχι στο ποδόσφαιρο.
»Στο μπάσκετ, αν αφήσουμε τον Γκάλη, που έμαθε στην Αμερική, βγάλαμε ταλέντα, τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη. Θα μπορούσαν να παίξουν σε μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα. Στο ποδόσφαιρο δεν έχουμε αντίστοιχους, είχαμε όμως στη δεκαετία του ΄70, αλλά τα σύνορα τότε ήταν κλειστά. Παίζει ο Μανωλάς τώρα στη Ρόμα. Ο θείος του, ο Στέλιος, ήταν πολύ καλύτερος παίκτης, αλλά δεν μπορούσε τότε να βγει έξω να παίξει».
– Γιατί δεν έχουμε καθαρό ποδόσφαιρο;
«Γιατί υπάρχει το ποδόσφαιρο των υπογείων, του παρασκηνίου…»
– Και το βλέπετε να χειροτερεύει;
«Εγώ αρνούμαι να παίξω ΠΡΟΠΟ και τα σχετικά… Ξέρεις τι γίνεται; Επρεπε να έρθει ένας Ισπανός διαιτητής για να διευθύνει έναν τελικό, για να είναι τα πράγματα μια χαρά. Τον σεβάστηκαν οι παίκτες, ο κόσμος, οι ποδοσφαιριστές».
– Από που ξεκινάει όλο αυτό;
«Από τους παράγοντες, τους ιδιοκτήτες, αλλά και τον Τύπο. Ο Τύπος ενθουσιάζεται για να πουλήσει και είναι οπαδός, σαφώς είναι οπαδός. Οπως και οι σχολιαστές. Υπάρχει βέβαια μια γενικότερη κρίση στον Τύπο, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι οι αθλητικές εφημερίδες δεν πουλάνε πια».
– Πιστεύετε ότι μπορεί να ξεπεραστεί;
«Οχι. Είναι ο Ελληνας έτσι…»
– Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για τον Μundial 2018…
«Πολλοί παίκτες θα πάνε κουρασμένοι, έχουν ακόμα αγωνιστικές. Τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα είναι δύσκολα.
»Στο Μουντιάλ οι Γερμανοί θα είναι από τους δυνατούς, είναι μια πειθαρχημένη, αθλητική ομάδα, με πολλούς καλούς παίκτες, χωρίς όμως τα ταλέντα που είχε παλιά. Οπως και οι Ισπανοί: Η Ισπανία είναι καλή ομάδα. Εγώ βλέπω Ισπανία, Γερμανία. Τους Εγγλέζους δεν τους βλέπω, είναι κουρασμένοι δεν έχουν και μεγάλα ταλέντα. Οι Γάλλοι είναι ασταθείς. Από εκεί και πέρα βλέπω Βραζιλία και Αργεντινή, πιο πολύ τη Βραζιλία _την καινούργια Βραζιλία δεν την έχουμε δει. Για μένα η μεγαλύτερη Εθνική Βραζιλίας ήταν του΄70, με τον Πελέ…
»Η μπάλα είναι και θέμα τύχης, κούρασης, διαιτησίας _γιατί ένα λάθος της διαιτησίας μπορεί να παίξει ρόλο».
– Γιατί η Ελλάδα δεν συνέχισε μετά το Ευρωπαϊκό του 2004;
«Το Ευρωπαϊκό που κέρδισε η Ελλάδα το 2004 οφείλεται στην πειθαρχημένη ομάδα. Σαν σύνολο οι παίκτες ήταν οπωσδήποτε καλύτεροι από τους σημερινούς, αλλά και σαν άτομα ήταν καλύτεροι από τους Ισπανούς. Με εξαίρεση ίσως τον Παπασταθόπουλο, και λίγο τον Μανωλά.
»Λείπουν τα αστέρια… Το θέαμα είναι χαμηλού επιπέδου. Εχω να πάω επτά χρόνια στο γήπεδο. Μπορεί να δω κάποιους αγώνες στην τηλεόραση. Παρακολουθώ όμως ευρωπαϊκό: αγγλικό, ισπανικό, ιταλικό. Γερμανικό ποδόσφαιρο δεν βλέπω όχι γιατί δεν είναι καλό, αλλά γιατί έχω μια αντιπάθεια στους Γερμανούς, ως παιδί της Κατοχής. Η μάνα μου τους έλεγε “βάρβαρους και μουσικούς”».
– Η γυναίκα σας έβλεπε μπάλα; Γιατί οι γυναίκες δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο;
«Ούτε η γυναίκα μου ερχόταν μαζί μου, σπάνια. Στίβο όμως βλέπαμε μαζί. Σήμερα βλέπω νέες γυναίκες με τα μωρά τους να πηγαίνουν στο γήπεδο. Πιο πολύ για τένις ή μπάσκετ».
– Θα θέλατε να κάνετε μια ακόμα μετάδοση;
«Οχι δεν θα ήθελα να μεταδώσω αγώνα. Ξεκίνησα το ΄66 και τελείωσα με το καλησπέρα σας στην Ολυμπιάδα του 2004».
– Πώς νοιώθετε ως στίχος τραγουδιού;
«Η κόρη μου η Ρίκα μου είχε πει ότι ο Κηλαηδόνης με έκανε τραγούδι, κι η γυναίκα μου είχε αγοράσει την κασέτα. Ενα βράδυ πήγαμε με τον Μητσιά και τον Δήμο Μούτση να ακούσουμε τον Κηλαηδόνη στην Πλάκα. Και μου έλεγαν, για πλάκα, να υποβάλω μήνυση για να πάρουμε τα ποσοστά… Πολύ ωραίος τύπος, αλλέγρος ο Λουκιανός».
– Το όνομά σας αποτελεί brand name, απόδειξη επιτυχίας, μεγάλη επιτυχίας… Πώς νοιώθετε;
«Ε όχι και brand name. Μην τα παραλέμε. Οσο για την επιτυχία, εγώ θα προτιμούσα να είχα γίνει Ντομίνγκο».
(iefimerida.gr)