Ο Θεοδόσης Θ. Μοσχόπουλος, παιδικός μου φίλος (από τα γυμνασιακά και φοιτητικά χρόνια), φιλόλογος-Σχολικός Σύμβουλος Β/θμιας Εκπαίδευσης, πολυγραφότατος σε φιλολογικά πονήματα, παράγει παράλληλα έργο αξιόλογο και στη λογοτεχνία δημοσιεύοντας κατά καιρούς διηγήματα στον περιοδικό τύπο ή σε αυτοτελείς καλαίσθητες εκδόσεις και βεβαίως καλογραμμένα μυθιστορήματα. Αναφερόμενος κυρίως στον χώρο της λογοτεχνίας, υπενθυμίζω τις συλλογές διηγημάτων, πού επισημαίνονται εκδιδόμενες από αξιόλογους εκδοτικούς οίκους των Αθηνών: “Χειραψίες με την τρέλα”, (έκδ. Ελπήνωρ), “Δώρο γενεθλίων”, (έκδ. Οσελότος), “Φόνος στην οδό Ζακύνθου” (έκδ. Οσελότος), καθώς και τα μυθιστορήματα “Η σκοτεινή πλευρά του Φεγγαριού”, μία παραγωγή σε άριστη δοκιμιακή γραφή (έκδ. Ωκεανός), πού απέσπασε αξιόλογες κριτικές, και ” Η Γκαλίνα, η καλόγρια της αμαρτίας” (του ιδίου εκδοτικού οίκου), μία καλογραμμένη ψυχογραφία.
Ο Θεοδόσης Μοσχόπουλος (πού, συμπληρώνω, δίδαξε τα φιλολογικά μαθήματα πλην των άλλων περιοχών της χώρας και στα γυμνάσια και λύκεια της Κεφαλονιάς) επισκέπτεται, τώρα, τον χώρο της λογοτεχνίας με το νέο του μυθιστόρημα, επιτυχές πόνημα ετών, “Η δίκη της Υπατίας”. Πρόκειται, βέβαια, για ιστορικό μυθιστόρημα (γι’ αυτό και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το προσεγγίζω), με πυρήνα, ως προκύπτει και από τον τίτλο του, ένα πρόσωπο εγνωσμένου ιστορικού κύρους, την Υπατία, καθηγήτρια των μαθηματικών, της αστρονομίας και της φιλοσοφίας, κόρη του Θέωνα, διαπρεπούς επίσης μαθηματικού και αστρονόμου στον χώρο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, σε καιρούς δύσκολους εκκλησιαστικών ταραχών και μισαλλοδοξίας, όταν η Νεο-πλατωνική φιλοσοφία προβάλλεται από τον ιερατικό κλήρο ως μαγεία και παγανισμός. Με κάποιες τέτοιου είδους κατηγορίες, τότε, κατώτερα στελέχη του ιερατείου της Αλεξάνδρειας, κατευθυνόμενα προφανώς από πολύ υψηλά ιστάμενα και λειτουργούντα στη διαχείριση των εκκλησιαστικών πρόσωπα, όπως ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας Κύριλλος, οργανώνουν το μαρτύριο και την καταδίκη σε θάνατο της ηρωίδας του μυθιστορήματος, της πλατωνικής φιλοσόφου Υπατίας, ενός λαμπρού συμβόλου της κλασικής παιδείας και της ελεύθερης σκέψης. Πρόκειται για μία ηρωίδα, νεότερη Αντιγόνη, που μάχεται ενάντια και εν μέσω του ιερατικού σκοταδισμού, ο οποίος, ως γνωστόν αμαύρωσε τους βυζαντινούς χρόνους, όταν αυτό το Βυζάντιο, από την άλλη πλευρά, έδινε με τους λογίους του, τα φώτα στη Δύση και συνέβαλλε, σταδιακά, στην ανάδειξή της ως κοιτίδας της Αναγέννησης των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Ο συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου εύστοχα περιβάλλει, με τη χάρη της λογοτεχνίας και με τις δυνατότητες του δοκιμιακού λόγου του, όλες τις φάσεις, από τη σύλληψη, το μαρτύριο και τελικά τον θάνατο της ηρωίδας του.
Δοκιμιογράφος, με ιστορική υποδομή, ο Θεοδόσης Μοσχόπουλος, από την αρχή κιόλας, από την ενότητα “ΔΥΟ”, παρέχει στον αναγνώστη σαφέστατη την παράσταση του “συμβόλου” του, πυξίδα προαπαιτούμενη για τη ροή του μύθου: η Υπατία, σημειώνει, συνιστά «σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης, αλλά και για την υπεράσπιση του έλλογου βίου ενάντια στο φανατισμό και την άγνοια […]. Ζούσε σ’ ένα κόσμο, όπου όλα ήταν αρμονικά και είχαν μία αυστηρή εσωτερική λογική». Σ’ ένα κόσμο, που μοιραία βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη. Και συμπληρώνει ο συγγραφέας τη μαρτυρία: «[…]. Ο Πατριάρχης έχει μεταβάλει την Αλεξάνδρεια σε δικό του τιμάριο». Στις επόμενες ενότητες οι συνέπειες: από την “ΤΡΙΑ” έως και την “ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ” εξελίσσεται ο μύθος με γεγονότα που προσεγγίζουν την ιστορική πραγματικότητα και με διαλόγους απλούς, πειστικούς. Με στιγμιότυπα από την αίθουσα διδασκαλίας, όπου η Υπατία και ο πατέρας της Θέων ανέπτυσσαν στους μαθητές τους τον κοινωνικό και επιστημονικό λόγο ενάντια στο κατεστημένο. Από διάλεξη της Υπατίας (ενότητα “ΤΡΙΑ”): «Λέμε όχι στην υποκρισία και στο θρησκευτικό ρατσισμό με το σταυρό στο χέρι. Λέμε όχι στην εξουσιαστική ταύτιση κράτους και εκκλησίας. Λέμε όχι στο συνειδησιακό καταναγκασμό που αναιρεί την ελευθερία. Ζητάμε ελεύθερη άσκηση λατρείας […]». Αλλού πάλιν (ενότητα “ΔΕΚΑΟΚΤΩ”) λόγια της Υπατίας: «Νέοι και νέες της Αλεξάνδρειας […], θα παλέψουμε με πείσμα ώστε το ελληνικό πνεύμα να συμφιλιωθεί με τον χριστιανικό λόγο. […] Αγώνας για ένα καλύτερο κόσμο».
Και από την ενότητα “ΕΙΚΟΣΙ” ώς την “ΕΙΚΟΣΙΔΥΟ”, η έντεχνη στροφή του μύθου προς τη λύση: σύλληψη της Υπατίας, διεξαγωγή της δίκης από τον ίδιο τον πατριάρχη: «είσαι λοιπόν ειδωλολάτρισσα;», ερώτηση του δικαστή-πατριάρχη. «Είμαι ελληνίδα». Ο ορθολογισμός στην αποκορύφωση του δράματος, για να οδηγήσει, βεβαίως, στην αναμενόμενη λύση: στην καταδίκη, στο μαρτύριο, στον φρικτό θάνατο της ηρωίδας του μύθου μας, της ιστορικής συνάμα πραγματικότητας.
Στην καταδίκη, με απόφαση του πατριάρχη Κυρίλλου, η ηρωίδα του μυθιστορήματος θα σταθεί επάξια να δηλώσει την αποκορύφωση της πάλης (στην τελευταία ενότητα “ΕΙΚΟΣΙΔΥΟ”): «Είναι έγκλημα εσχάτης προδοσίας να λατρεύει κάποιος το φως; […]. Φεύγω με το μέτωπο καθαρό και το κεφάλι ψηλά». Κι ο συγγραφέας σ’ αυτή την τελευταία ενότητα, εγγίζοντας την ακολουθία του μύθου και της ιστορίας θα περιγράψει τον μαρτυρικό θάνατο της Υπατίας, παρέχοντας, ελέω και φόβω, τη λύση της τραγωδίας. Υπατία: «”Διψάω. Λίγο νερό παρακαλώ”. Και ξεψύχησε μέσα σε μία λίμνη αίματος». Κι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος, ο δάσκαλος τώρα, Θεοδόσης Μοσχόπουλος στην αποκορύφωση του πονήματος με το μήνυμά του, σε επίπεδο ιστορίας και τέχνης: «[…] Και ο φρικτός θάνατος της Υπατίας έμεινε στην Ιστορία σαν μια βάρβαρη και αξιοκαταφρόνητη πράξη που στιγμάτισε τη χριστιανική εκκλησία».
* τ. καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πατρών