
Να προλάβεις, να πάρεις είδηση: Γιατί ήρθες εδώ; Τι ήρθες να κάνεις; Ποιοι σε στείλανε και γιατί εσένα;
Πως γίνεται μωρέ να το ξέχασες; Πρέπει να έχει τη δική σου σφραγίδα είπαν, όχι τι σου δείχνανε οι άλλοι.
Εσύ τι έζησες. Κατάλαβες, φωτίστικες ή θα συνεχίσεις να λες, τι κατάλαβαν οι άλλοι που το διάβασες από τα βιβλία τους. Οι γιαγιάδες στα είπαν με παραμύθια, μερικές σε τρομάξανε με το λύκο, άλλοι με τέρατα, φαντάσματα’
Άλλοι που τους είπαν δάσκαλους, γιατί είχανε καπέλο και δεν γελάγανε ποτέ, σου είπαν, όσα δεν μπορείς να κάνεις.
Πέρασε μια ζωή μέχρι να τους καταλάβεις και να μην τους ακολουθείς, όσο όμορφο και να ήταν το καπέλο που φορούσαν.
Οι πραγματικοί δάσκαλοι δεν είχαν καπέλο, τα σαντάλια τους από το πολύ περπάτημα για να σε βρούνε μήπως και είχες καμιά απορία, είχανε σκιστεί και από τότε περπατάνε ξυπόλητοι. Μερικοί τότε ανακάλυψαν ότι η Γη σε θεραπεύει όταν είσαι ξυπόλητος και περπατάς πάνω της. Στην αρχή πονάει λίγο, αλλά δεν χρειάζεσαι γιατρούς, ούτε τσαγκάρη, μετά σταματά και ο πόνος.
Όμως αυτούς δεν τους πολυπίστεψες γιατί δεν είχε τσέπες το ρούχο τους να βάζουν τα λεφτά που τους έδιναν και δεν τα έπαιρναν και αυτά που ‘ελεγαν δεν ήταν γραμμένα με εικονίτσες, χρωματάκια, σκιτσάκια, υπογραφές όπως γίνεται με τις εφημερίδες, τα περιοδικά, ράδια, Τ.V., ΜΜΕ (Μέσα Μεταμόρφωσης Ενηλίκων)
Μερικούς τους δοκίμασαν ξεφτυλίζοντας τους και αφού τους λοιδώρησαν τους είπαν δασκάλους. (εν τω μεταξύ είχαν πεθάνει).
Άντε να καταλάβεις όταν είσαι παιδί..
Ρωτάς τον πατέρα σου και εκείνος σου απαντά (εμένα έτσι μου είπε)
Σκάβε να τελειώσουμε το αμπέλι απόψε. Με τα λόγια δεν σκάβει το τσαπί.
Ρωτάς τη μάνα σου.
— Μάνα γιατί μιλάς με τα λουλούδια σου; κουρλή είσαι;
— Όχι παιδάκι μου, αλλά έχουν και αυτά ψυχή.
— Που είναι η ψυχή μάνα;
— Στην αστραπή γεννιέται και στη βροντή πεθαίνει.
— Ο παππάς λέι δεν πεθαίνει.
— Δίκιο έχει και αυτός.
– Πως γίνεται να έχετε και οι δυο δίκιο.
— Και εσύ δίκιο έχεις.
Λίγο πολύ η ιστορία είναι γνωστή σε όλους και η ελπίδα να μάθεις την αλήθεια, λέγεται τώρα Πανεπιστήμιο.
Πήγες και εκεί και σε μπέρδεψαν περισσότερο. Άλλοι τα παράτησαν (το 30% δεν τελειώνει τις σπουδές) ,άλλοι συνέχισαν, φόρεσαν και γραβάτα, τους βάλανε σε γραφείο με άλλους δέκα, μετά από χρόνια τους δώσανε μικρό δωμάτιο με ένα γραφείο και τους είπαν διευθυντάδες, τμηματάρχες, προισταμένους και όλη μέρα ανακάτευαν αριθμούς και λεφτά που δεν ήταν δικά τους.
Έχασαν τις ανατολές, τις αστραπές, δεν μίλησαν με τα λουλούδια και αυτά μαραίνονται στις αυλές τους.
— Μάνα γιατί όταν πας στα μελίσσια σου δεν φοράς μπαρμπούτα και γάντια;
— Δεν με τρώνε παιδάκι μου με γνωρίζουν.
— Εμένα γιατί δεν με γνωρίζουν;. Τόσες φορές με παίρνεις μαζί σου να τις ζαλίζω με το καπνιστήρι.
— Θα μάθεις και εσύ να τις αγαπάς και ας σε τσιμπάνε καμιά φορά.
— Μάνα μοιάζεις με μέλισσα. Με ξυλοφόρτωνες μικρόν για τις αταξίες που έκανα. (τις ίδιες κάνω και τώρα) Οι δικές σου ξυλιές δεν πόναγαν, γέλαγα όταν με έδερνες. Οι ξυλιές της κοινωνίας όμως ανοίγουν πληγές.
— Θα πάει μακρυά η βαλίτσα; Η φωνή της Μαριάννας με έβγαλε από τη σκέψη μου.
— Ποιά βαλίτσα ,τι εννοείς;
— Γράφεις, γράφεις, γράφεις… Εσύ λες πως ότι είναι πεις, μπορείς να το πεις με μια φράση, Εσύ κοντεύεις να γράψεις βιβλίο.
— Δίκιο έχεις όπως πάντα, όπως και η μάνα μου άλλωστε.
— Λοιπόν πιο είναι το θέμα;
«Μια αστραπή είναι η ζωή και πρόλαβε να τη ζήσεις»!










