Μεταναστευτικό: Γιατί αρκεί η εφαρμογή των Συνθηκών της Ευρώπης

Η ΣΥΝΘΗΚΗ για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2009) αναφέρεται σε τρία της Άρθρα στις πολιτικές σχετικά με το άσυλο και την μετανάστευση.

Ειδικότερα, ως προς το κοινό Ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, επικουρικής και προσωρινής προστασίας που αναφέρεται στους πρόσφυγες, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ λαμβάνουν μέτρα που εκτός των άλλων, σκοπεύουν σε ένα «κοινό σύστημα για την προσωρινή προστασία των εκτοπισμένων προσώπων σε περιπτώσεις μαζικής εισροής (Άρθρο 78, παρ. 2γ.)

Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2γ του Άρθρου 79, το οποίο αναφέρεται στην μετανάστευση και παράνομη μετανάστευση,  τα θεσμικά όργανα της ΕΕ σύμφωνα με την συνήθη νομοθετική διαδικασία λαμβάνουν μέτρα  που αφορούν εκτός των άλλων, τους ακόλουθους τομείς: «την λαθρομετανάστευση και παράνομη διαμονή καθώς και τον επαναπατρισμό των παρανόμως διαμενόντων.”

Τέλος, σύμφωνα με το Άρθρο 80, «Η πολιτικές της Ένωσης που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο (σχετικό με άσυλο, πρόσφυγες, μετανάστες) και η εφαρμογή τους διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων και στο οικονομικό επίπεδο. Οπότε απαιτείται οι πράξεις της Ένωσης που θεσπίζονται…να περιέχουν κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής.»

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να πραγματοποιεί τις απαραίτητες προτάσεις προς το Συμβούλιο των Υπουργών με σκοπό την εφαρμογή των προαναφερθέντων. Τα δυο αυτά θεσμικά όργανα έπρεπε από την αρχή της δεκαετίας του 2010, να εφαρμόσουν τις προβλέψεις της Συνθήκης στο επίμαχο θέμα της δίκαιης κατανομής των ευθυνών. Πρόσφατα η Επιτροπή και μετά από καθυστέρηση δέκα περίπου ετών με Ανακοίνωση της (κείμενο μη νομικών δεσμεύσεων) επιδιώκει να δώσει κάποιες ιδέες προς συζήτηση! Φυσικά αυτό είναι ανεπαρκές.

Όταν όμως δεν πραγματοποιούνται τα δέοντα και παραβιάζονται οι αρχές που διέπουν τις Συνθήκες της ΕΕ τότε τον λόγο τον έχει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

-Το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα σήμερα κινείται σε δυο επίπεδα. Το πρώτο αφορά τους πρόσφυγες και παράνομους μετανάστες από τις Αραβικές χώρες και Αφρική και το δεύτερο τους πρόσφυγες από την Ουκρανία. Η διαφορά εδώ είναι κυρίως μια. Η πρώτη κατηγορία των προσφύγων-παράνομων μεταναστών  (νέοι και οικογένειες κυρίως) επιδιώκει τη μόνιμη εγκατάστασή της στην Ευρώπη ενώ η δεύτερη (γυναικόπαιδα κυρίως) θεωρεί ότι η μετακίνηση της είναι προσωρινή.

Οι διαστάσεις του προβλήματος είναι τρείς. Η αξιοπρεπής αλλά προσωρινή διαμονή των μεταναστών-προσφύγων και η παροχή παιδείας είναι υποχρέωση κάθε πολιτισμένης χώρας. Η προστασία και ο σεβασμός της ζωής είναι οι κύριοι παράγοντες του προβλήματος. Αυτή είναι η πρώτη διάσταση και έχει ως αποδέκτη και τις δυο κατηγορίες μεταναστών-προσφύγων.

Η δεύτερη, που αφορά κυρίως την πρώτη κατηγορία προσφύγων-μεταναστών αναφέρεται στην πολυσυζητημένη ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας. Εδώ όμως το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα συνδέεται με τους στόχους της παγκοσμιοποίησης. Πράγματι, οι ένθερμοι υποστηρικτές της επιζητούν την ελεύθερη διακίνηση της άφθονης φθηνής εργασίας υπέρ της ενίσχυσης των κερδών τους.

Η αναδιάταξη των δυνάμεων στην ανοιχτή χωρίς φραγμούς αγορά, εισάγει λοιπόν σταδιακά την υποτίμηση του κόστους σε όλη την έκταση της αλυσίδας της αξίας. Οι μισθοί είναι το προπέτασμα μιας τέτοιας τάσης. Οι καμπύλες του κέρδους είναι αυτές που μετράνε από οτιδήποτε άλλο για τους υποστηριχτές της παγκοσμιοποίησης.

Στις ημέρες μας έχουμε μια νέα βίαια ολική επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας με αφορμή τον Covid-19. Τα φθηνά χέρια προσφύγων-μεταναστών φτωχών κρατών του Τρίτου κόσμου αφθονούν πλέον στον πλανήτη, οπότε οι χαμηλότεροι μισθοί απειλούν να έρθουν στο προσκήνιο κτίζοντας έτσι μια νέα ισορροπία τρόμου υπέρ των κερδών.

Από τα προαναφερθέντα εξαιρούνται φυσικά οι πρόσφυγες με υψηλό εισόδημα. Σε κάποιες περιπτώσεις τα κράτη υποδοχής μερίμνησαν για την προσέλκυσή τους χωρίς τυμπανοκρουσίες και περιττό θόρυβο, προς όφελος όλων.

Όταν μια χώρα έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και περιορισμένο εργατικό δυναμικό, τότε η μετανάστευση τής προφέρει μια διέξοδο σε θέματα ζήτησης της εργασίας. Στην περίπτωση αυτή οργανώνει τον τρόπο υποδοχής των μεταναστών μέσω διμερών συμφωνιών με άλλα κράτη (Βλ. Γερμανία, Γαλλία κ.λπ).

Όταν μια άλλη χώρα όμως, όπως η Ελλάδα, με ισχνή αναπτυξιακή δυναμική και περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης, επιδιώκει την ενσωμάτωση των μη προσκεκλημένων μεταναστών-προσφύγων στην αγορά εργασίας τότε εύλογα αναμένεται ένα σύνολο αρνητικών επιπτώσεων.

Η πρώτη επίπτωση εντοπίζεται στην αδυναμία αύξησης των μισθών, λόγω συμπίεσης τους που προκαλείται από την άφθονη προσφορά εργασίας μεταναστών. Η δεύτερη επίπτωση, που συνδέεται με την πρώτη, εντοπίζεται στην έξοδο των Ελλήνων εργαζομένων σε άλλες χώρες. Και δεν μεταναστεύουν μόνο Έλληνες επιστήμονες…

Η γνώση λοιπόν των αρνητικών εκφάνσεων της παγκοσμιοποίησης απαιτεί την ανάλογη αντίδραση με στόχο την προστασία της εγχώριας απασχόλησης και των μισθών. Στο πλαίσιο αυτό η θέση των όποιων ριζοσπαστικών απόψεων υπέρ των ανοικτών συνόρων είναι απόλυτα συμβατή με τους στόχους των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης.

-Τέλος, οι γεωπολιτικές σκοπιμότητες, πέραν των οικονομικών που συνάγονται από τους κανόνες της παγκοσμιοποίησης, είναι η τρίτη διάσταση του προβλήματος. Οι εν λόγω σκοπιμότητες μπορούν εύλογα να οδηγήσουν στον επηρεασμό των πολιτικών συστημάτων των χωρών υποδοχής των μεταναστών-προσφύγων. Στοιχεία όπως ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, η χειραγώγηση μαζών, η ισχυρή σύνδεση με τις «ρίζες» των εκτοπισθέντων και διακινουμένων, η αδυναμία και η αποτυχία ενσωμάτωσης των προσφύγων-μεταναστών στην καθημερινότητα των χωρών υποδοχής (Βλ. Σουηδία) κ.ά. αποτελούν συνιστώσες του λεπτού αυτού προβλήματος. Αυτό αποκτά μια άλλη διάσταση στις περιπτώσεις απόδοσης της ιθαγένειας.

Eνδεικτικά, εδώ σημειώνονται οι πιέσεις που ακούν τα 2,2 εκ. Τούρκων ψηφοφόρων με γερμανική ιθαγένεια και η χειραγώγηση τους από το την τουρκική κυβέρνηση. Η συνιστώσα αυτή σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα περιπλέκει ακόμη περισσότερο το εξεταζόμενο πρόβλημα, μέσω της γεωπολιτικής της λοιπόν διάστασης.

 

* Kαθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ,

πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και υφυπουργός Εξωτερικών