Μια ατυχία, σε οπλίζει για το μέλλον!

Γράφει ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΑΤΟΣ
τ. Δήμαρχος

(Ελαφρό- αποκλειστικό για παιδιά του Δημοτικού)

Μια μέρα πριν απ’ τα γενέθλιά του, με πήρε στο τηλέφωνο ο φίλος μου ο Λουκάς απ’ τα Βαρτσαμάτα και με χαρούμενο ύφος, μου λέει:

– Ωρέ γέροντα, αύριο, όπως θα θυμάσαι, γιορτάζω τα γενεθλιά μου. Η κυρά μου κι’ εγώ θα θέλαμε να μας τιμήσεις το μεσημέρι να τσιμπίσουμε κάτι, να πούμε κάτι, να κάνουμε για λίγο κέφι, να θυμηθούμε τα παλιά μας.

Σκέφτηκα για λίγο μήπως έχω κανένα σοβαρό θέμα ή άλλη υποχρέωση κι’ όταν βρήκα πως είμαι ελεύθερος, του απάντησα πως θ’ ανταποκριθώ στην επιθυμία του. Πράγματι την επόμενη, πριν από το μεσημέρι, κατέβηκα στην αγορά για να δω τι πρέπει να πάρω, να προσφέρω στον εορτάζοντα, κατά το έθιμο!

Βασανίστηκα τι να πάρω, τι να πάρω; Είχα δυσκολίες στην επιλογή. Ενα Ουίσκι; Ντομάτες; Τα κολοκύθια ή το καρπούζι, είναι συνηθισμένα. Εγώ ήθελα κάτι άλλο… Εκεί που πίεζα το μυαλό μου, πέφτω πάνω στον Αποστόλη, τον Ρυσιάνο που είχε -όπως κάθε μέρα- κρεμασμένες αμέτρητες πλεξούδες σκόρδα, στον ώμο και φώναζε βροντερά «Ρυσιάνικα-Ρυσιάνικα».

Αααα! Σώθηκααα! Αυτό είναι το καλύτερο και πρωτότυπο. Θα πάρω ένα κιντινάρι σκόρδα. Οι χωριάτες, μια φορά τη βδομάδα τρώνε σκορδαλιά και μάλιστα πολύ αυστηρή, που την ευχάριστη μυρωδιά της, δεν την αποβάλλουν ποτέ…

Διάλεξα και πήρα την μεγαλύτερη πλεξούδα που είχε και τα πιο εύρωστα σκόρδα. Ψιλοτσακωθήκαμε με τον Αποστόλη, γιατί του ζητούσα να μου κάνει μεγάλο σκόντο για την τιμή. Τελικά τα βρήκαμε!

Κρέμασα κι εγώ το κιντινάρι στον ώμο μου για πήγα στο κάρρο, άνοιξα το μπαγάζι και το έβαλα μέσα, γιατί αλλιώς θα βρωμούσε η καμπίνα, για μια βδομάδα, και πήρα το δρόμο για το χωριό. Σταμάτησα έξω από την πόρτα του σπιτιού του εορτάζοντα. Με πήρανε χαμπάρι και βγήκανε να με υποδεχθούν, ο Λουκάς, η κυρά του, οι δύο κόρες του και το όμορφο λυκόσκυλό του!

– Ωρέ, λέω, υποδοχή, ούτε βουλευτής νάμουνα, τέτοια τιμή.

Ανέβηκα τα σκαλιά, χαιρετηθήκαμε με χειραψίες κι’ ασπασμούς.

Μπήκαμε μέσα με γέλια και αστεία, όταν ακούσαμε τα ισχυρά επιφωνήματα γκαρ-γκαρ-γκαρ, μιανού γαϊδάρου απ’ το διπλανό χωράφι!

Ετσι η υποδοχή μου πήρε την πιο επίσημη θέση που θα μπορούσε να μου γίνει και καλύτερη που θα την θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή!

Φθάνοντας στο σαλόνι και βλέποντας στο μεγάλο τραπέζι τις κατσαρόλες, κύπελα, πιάτα, κρασί, αναψυκτικά και φρούτα, έπαθα τρακ.

– Ωρέ, λέω, Λουκά αυτό είναι το τσίμπημα που μου πεεες;

– Ελα καημένε τώρα. Είναι άφθονα φαγητά κι’ ο καθένας θα παίρνει ό,τι και όσο θέλει μέχρι να χορτάσει! Αλλωστε όπως ξέρεις η γυναίκα μου είναι άπιαστη μαγείρισσα.

Πράγματι ελαφρώσαμε το τραπέζι, που υπέφερε απ’ τα φορτεία… Τα αστεία και τα πειράγματα πήραν κι’ έδωσαν, τα τραγούδια του ‘40 και ‘50 δοξάστηκαν, ακούγονταν μακρυά, κι’ η ρομπόλα …διεύθυνε την Χωροδία.

Πέρασαν -χωρίς να το καταλάβω τρεις ώρες και σκέφτηκα πως πρέπει να φύγω, για να μη με περάσουνε για γύφτο. Ομως κάνοντας προσπάθεια να σηκωθώ απ’ την καρέκλα, καταλαβα πως δεν έχω την δύναμη και παράλληλα αντιλαμβάνομαι πως το μυαλό μου χάνει πολύ!!!

Το γνήσιο και άφθονο κρασί έδρασε. Με κατάλαβε ο Λουκάς πως η επιστροφή μου στο Αργοστόλι θα ήταν επισφαλής, κατι θα μου συνέβαινε και θάχε τύψεις. Μια γιορτή να δώσει τη θλίψη …μιας ζωής;

– Ωρέ Μιχάλη, τι στενοχωριέσαι; Κάτσε, ξάπλωσε στον καναπέ, κι’ όταν ξεμεθύσεις φεύγεις.

Το αποτέλεσμα ήταν να κοιμηθώ μακάρια, ροχαλίζοντας, όπως μου είπανε, και να ξυπνήσω την άλλη μέρα στις δέκα το πρωΐ. Αισθάνθηκα ντροπή για το πάθημά μου και ήλθε η ώρα του αποχωρισμού. Τους ευχαρίστησα εγκάρδια για την απίθανη γιορτινή ατμόσφαιρα και η οικογένεια του Λουκά με ανταποκρίθηκε ιδιαίτερα, για το δώρο μου. Μου εξομολογήθηκαν, πως τέτοιο δώρο δεν τους πρόσφερε ποτέ κανείς. Μπήκα στο κάρρο μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Σ’ όλη τη διαδρομή σκεφτόμουνα πως μια επίσημη υποδοχή, ένα βασιλικό γεύμα και πολύωρη διασκέδαση μου βγήκαν ξύδι!