Τιμωρία ή Οριοθέτηση;

Father Shouting At Young Daughter

Ο ρόλος της τιμωρίας είθισται να θεωρείται βήμα αποτροπής του παιδιού από το να επιδοθεί σε απαγορευμένη, ανάρμοστη ή επικίνδυνη συμπεριφορά στο μέλλον. Είναι όμως λειτουργικός; Είναι παιδαγωγικός; Βοηθάει το παιδί να μάθει νέες δεξιότητες διαχείρισης του εαυτού του και του κοινωνικού του περιβάλλοντος, και νέους, ασφαλείς τρόπους συμπεριφοράς;

Μέχρι σήμερα η τιμωρία θεωρείται από ορισμένους αποδεκτός και δόκιμος όρος. Ας αναλογιστούμε όμως τον αντίκτυπο που έχει ακόμα και το άκουσμα της λέξης στον αποδέκτη και τις ψυχολογικές του συνέπειες: το παιδί κατανοεί ότι έχει κάνει κάτι κακό ή ότι είναι και το ίδιο κακό και επομένως η τιμωρία εκλαμβάνεται ως εκδικητικότητα, μια έμμεση υποδήλωση ότι πρέπει να υποστεί κάποιο πόνο ή δυσφορία για την παράβασή του. Η τιμωρία συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα, περισσότερο για τον εαυτό και λιγότερο για την πράξη. Τι συνέπεια ενδέχεται να έχει αυτό; Όταν η προσωπικότητα του προσβάλλεται και η συμπεριφορά του τιμωρείται, το παιδί μπορεί να αντιδράσει βίαια, να ανταποδώσει ή να εχθρεύεται το πρόσωπο που θα το τιμωρήσει. Είναι πιθανόν το παιδί να μάθει να είναι πιο ευέλικτο, ώστε να μην πιαστεί «στα πράσα» την επομένη φορά. Δηλαδή, όχι μόνο η συμπεριφορά δεν εξαλείφεται, αλλά και το παιδί μαθαίνει να λέει ψέματα και να κρύβεται.

Όταν τιμωρούμε, φωνάζουμε και κακοποιούμε λεκτικά τα παιδιά, εκείνα παίρνουν μόνο ένα μάθημα: ότι υπερισχύει ο πιο δυνατός, μαθαίνοντας συνεπώς να είναι επιθετικά. Επομένως, η χρήση των όρων τιμωρία-πειθαρχία, αφορά τη χρήση δύναμης-εξουσίας, ανήκει σε άλλες εποχές, είναι αναποτελεσματική και αντιστρατεύεται την πορεία προς τη χειραφέτηση του παιδιού μας. Είναι αποδεδειγμένο πως η τιμωρία οποιασδήποτε μορφής δεν αποσβένει μια συμπεριφορά, απλώς την καταστέλλει για μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα και μπορεί να επαναληφθεί όταν το παιδί σταματήσει να τιμωρείται ή όταν ο τιμωρός δεν είναι παρών.

Όταν τιμωρείται ένα παιδί, μπορεί να καλλιεργήσει συναισθήματα θυμού και μίσους εναντίον εκείνου που το τιμωρεί και μπορεί να προσπαθήσει να ανταποδώσει την τιμωρία ή να μιμηθεί τη συγκεκριμένη συμπεριφορά στις σχέσεις του με άλλα παιδιά. Η επιβολή τιμωρίας δημιουργεί άγχος και φόβο στα παιδιά.  Τα δυο αυτά δυσάρεστα συναισθήματα μπορεί να γενικευθούν στο παιδί τόσο πολύ, που να διακατέχεται από αυτά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επηρεάζουν την ανάπτυξη και την απόδοσή του σε άλλους τομείς, π.χ. στις σχέσεις με συνομήλικους, στη σχολική προσαρμογή, στο ενδιαφέρον για τη μάθηση κ.τ.λ.

Αν θέλουμε να μειώσουμε τις αρνητικές συμπεριφορές του παιδιού μας, παράλληλα με την διδαχή και την εφαρμογή συνεπειών, χρησιμοποιούμε κυρίως τη θετική ενίσχυση. Αντί να είμαστε σε ετοιμότητα και εγρήγορση για σκανδαλιές ή παραπτώματα, παρακολουθούμε και βάζουμε στο στόχαστρο τις θετικές συμπεριφορές του παιδιού, τις ενισχύουμε και τις επιβραβεύουμε. Αποφεύγουμε να εστιάζουμε στα αρνητικά του παιδιού, καθώς αυτό αποτελεί πηγή ντροπιάσματος, συγκρούσεων, καταφέρει πλήγματα στην αυτοεκτίμηση του παιδιού και είναι λιγότερο αποτελεσματικό από την επιβράβευση, την δημιουργία κινήτρων και την ενθάρρυνση των συμπεριφορών-στόχων.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά μας, είναι να τους συμπεριφερόμαστε έτσι όπως θέλουμε να συμπεριφέρονται στους άλλους: δίχως εκδικητικότητα και αντίποινα, αλλά με σεβασμό και ενσυναίσθηση.

Πέρα όμως από τη θετική ενίσχυση, ανάμεσα στην αυταρχική τιμωρία και την ανεξέλεγκτη επιτρεπτικότητα, υπάρχει και μία εναλλακτική λύση: η οριοθέτηση. Αυτή η μορφή θετικής πειθαρχίας, λαμβάνει υπόψη τη συναισθηματική ζωή του παιδιού ή του εφήβου, την καθημερινότητά του, καθώς και τους στόχους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στα διάφορα στάδια της ανάπτυξης. Είναι η μέθοδος που βοηθάει τα παιδιά να γίνουν υπεύθυνα και σταδιακά ανεξάρτητα. Στόχος της οριοθέτησης είναι να καλλιεργήσει στο παιδί αυτό που λέμε «συνείδηση» ή επίγνωση, η οποία του δείχνει το δρόμο για τη συμπεριφορά που δεν έρχεται σε αντίθεση με τα δικαιώματα των άλλων. Ποια είναι άραγε η πρώτη σκέψη που μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε τη λέξη “όρια”;

Αυθόρμητα θα μας έρθει η απαγόρευση,  ο περιορισμός, η άρνηση σε κάτι που επιθυμούμε αλλά δεν μπορούμε να έχουμε. Και γιατί γίνεται αυτό; Γιατί κάποιος ή κάτι έχει βάλει όρια στην επιθυμία μας. Φανταστείτε λοιπόν ότι αν είναι απογοητευτικό για τους ενήλικες να βάζουν όρια στις επιθυμίες τους, πόσο μάλλον για τα παιδιά ειδικά όταν βρίσκονται σε αναπτυξιακή φάση που χαρακτηρίζεται από έντονο εγωκεντρισμό, συναισθηματισμό, αυθορμητισμό και παρορμητισμό για  την ικανοποίηση των επιθυμιών τους. Και μετά σκεφτείτε τους γονείς τους, που καλούνται να εφαρμόσουν και να στηρίξουν αυτά τα όρια στα παιδιά τους. Ασφαλώς δεν είναι ό,τι πιο εύκολο! Κάθε μέρα, ο γονιός θα προσπαθήσει πολλές φορές να βάλει όρια στο παιδί του. Ενώ παλιότερα η πειθαρχία εμφανίζονταν να έχει πολύ στενή σχέση με την τιμωρία, σήμερα συνδέουμε την πειθαρχία με την οριοθέτηση και την μετάδοση αξιών και γνώσεων στα παιδιά, για να έχουν αρμονική σχέση με το κοινωνικό τους περιβάλλον.

Όταν οι γονείς θέτουν όρια, δεν υποδεικνύουν στα παιδιά τους μόνο τι να πουν ή πως να συμπεριφερθούν, αλλά και πώς να αναγνωρίζουν τις παρορμήσεις και το άγχος τους. Τα όρια με αυτόν τον τρόπο, εσωτερικεύονται από το παιδί και το κάνουν να νιώθει περισσότερη ασφάλεια. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να ξεκινήσει η οριοθέτηση από νωρίς. Η αποδοχή, η δημοκρατική συμπεριφορά, ο έλεγχος και η εμπιστοσύνη αποτελούν την αφετηρία για την ασφαλή οριοθέτηση του παιδιού. Η οριοθέτηση δεν είναι ωφέλιμη και αναγκαία μόνο για τα παιδιά αλλά και για όλο το οικογενειακό σύστημα. Είναι πολύ σημαντική για τη διαμόρφωση της ταυτότητας όλων των μελών του οικογενειακού συστήματος, για την κατανόηση των ρόλων τους και την ανάδειξη της εμπιστοσύνης προς τους ίδιους. Η οριοθέτηση βοηθά τους γονείς να ισχυροποιήσουν την προσωπικότητά και το ρόλο τους, να ενισχύσουν τις αξίες και τις στάσεις τους απέναντι στη ζωή και να μπορέσουν να μεταδώσουν όλα αυτά με ένα τρόπο που να μπορεί με ασφάλεια να τροποποιεί κάθε φορά τα χαρακτηριστικά των μελών της οικογένειας. Τα όρια συντελούν στο να υπάρχει ομαλότητα στην επικοινωνία, στις σχέσεις και στην αλληλεπίδραση, βοηθάνε την οικογένεια να μπορεί να αντιμετωπίζει κάθε δυσκολία που προκύπτει.

Οι κανόνες πρέπει να μπαίνουν με ένα τρόπο κατανοητό και άμεσο, έτσι ώστε η οριοθέτηση να ωφελεί την οικογένεια. Για την οριοθέτηση δεν υπάρχει μία και μοναδική ατραπός. Κάθε παιδί και κάθε μέλος της οικογένειας έχει διαφορετικές ανάγκες, με ορισμένες ωστόσο κύριες ανάγκες να είναι κοινές για όλη την οικογένεια. Η ανάπτυξη του διαλόγου με επιχειρήματα προς τα παιδιά από σχετικά μικρή ηλικία, όπως και η χρήση φυσικών και λογικών συνεπειών αντί για τιμωρία, είναι σημαντικοί και διαχρονικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ομαλή οριοθέτηση του παιδιού.

Ο δημοκρατικός τρόπος διαπαιδαγώγησης των γονέων, οδηγεί τα παιδιά σε συναισθηματική σταθερότητα, κοινωνικότητα, δημιουργικότητα και φιλική διάθεση προς το περιβάλλον τους. Πόσο εύκολο είναι όμως για τους γονείς να προσπαθούν να μεταδώσουν τα όρια όταν είναι τόσο συναισθηματικά εμπλεκόμενοι στο οικογενειακό σύστημα; Καθόλου εύκολο, για αυτό και η οριοθέτηση δεν είναι εύκολη, ούτε επιτυγχάνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Οι γονείς για να πετύχουν το στόχο τους, χρειάζεται να είναι πλήρως συνειδητοποιημένοι για το ρόλο και την ευθύνη τους.

Όταν τα όρια είναι ξεκάθαρα και εκφράζονται με σταθερότητα, δεν μπορεί παρά να παρέχουν ασφάλεια στο παιδί. Μαθαίνει να γίνεται υπεύθυνο απέναντι στις κοινωνικές απαιτήσεις και να χτίζει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Διαμορφώνει ταυτότητα και καθαρή εικόνα για το ποιος είναι και τι ζητάει από τον εαυτό του. Ωριμάζει μέσα από συνθήκες αυτονομίας και ανεξαρτησίας που οι ίδιοι οι γονείς του έχουν προσφέρει και έτσι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους κανόνες της κοινωνίας στην ενήλικη φάση.

 

*Κοινωνικός Λειτουργός ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. Κεφαλληνίας